Anonimo XIV sec: Trionfo della Morte
Πάρε με από το χέρι να μου δείξεις τον κόσμο. Ο μεγάλος χάρτης σχισμένος. Η γεωγραφία χαμένη ανάμεσα σε άχρηστα βιβλία. Ο εξάντας δίχως φακούς. Τους βγάλαμε για ν' ανάψουμε τσιγάρα. Σπασμένο το παλινώριο. Η ρίγλα ζαβωμένη. Το βελόνι της πυξίδας τρελάθηκε και τρεκλίζει. Την μπαρκέτα την έκοψε κυνηγός, μπορεί και σκυλόψαρο. Μετζαρόλι; μα ο άμμος δεν βολεί να περάσει. Ας μετρήσουμε τον ήλιο με τα δάχτυλα. Ποιόν απ' όλους;
- Νερό.
- Σώθηκε.
- Είπες πως για μένα θ' ανοίξεις την φλέβα σου.
- Δες. Την άνοιξα. Δεν τρέχει στάλα.
- Στεριά. Νά τη. Τρεις φοινικιές.
- Όχι. Πέντε... Εφτά... Χίλιες. Μήτε μισό μίλι. Κοντά.
- Δος μου τα κουπιά.
- Είναι σάπια. Ολότελα.
- Τότε ας φτάσουμε κολυμπώντας.
- Κοίταξε το στόμα του σκύλου, πώς περιμένει.
- Ρίξε την γαλέττα.
- Την ξερνά και την πετά πάλι απάνω μας. Δε βλέπεις; Στάσου να πέσω. Θα χορτάσει. Θα προλάβεις να βγεις τη στεριά. Φυσάει. Είναι κόντρα. Αλαργεύουμε. Βρέχει. Πιες. Κοιμήσου, θα σε φυλάω.
- Κοιμάμαι. Είναι καιρός που κοιμάμαι.
- Τι ωραία που είναι τα μαλλιά σου. Άσε με να τα καθαρίσω από το αλάτι.
- Όχι.
- Γιατί γλιστράς από τα χέρια μου; Που είσαι; Έχω καινούργια tatoo να σου δείξω. Μην ξυπνάς... Έτσι όπως είσαι, θα σε βάλω φιγούρα στην πλώρη... Κοριτσάκι. Πιάσε με από το χέρι να μου δείξεις τον κόσμο.
- Δεν έχω χέρι. Δεν υπάρχει κόσμος.
Νίκος Καββαδίας, Βάρδια, 1954
Μέρος 3ο, σελ. 149-150
Στην Εύα Δελή
Πάρε με από το χέρι να μου δείξεις τον κόσμο. Ο μεγάλος χάρτης σχισμένος. Η γεωγραφία χαμένη ανάμεσα σε άχρηστα βιβλία. Ο εξάντας δίχως φακούς. Τους βγάλαμε για ν' ανάψουμε τσιγάρα. Σπασμένο το παλινώριο. Η ρίγλα ζαβωμένη. Το βελόνι της πυξίδας τρελάθηκε και τρεκλίζει. Την μπαρκέτα την έκοψε κυνηγός, μπορεί και σκυλόψαρο. Μετζαρόλι; μα ο άμμος δεν βολεί να περάσει. Ας μετρήσουμε τον ήλιο με τα δάχτυλα. Ποιόν απ' όλους;
- Λίγη γαλέττα...
- Πάρε... γιατί φτύνεις;- Νερό.
- Σώθηκε.
- Είπες πως για μένα θ' ανοίξεις την φλέβα σου.
- Δες. Την άνοιξα. Δεν τρέχει στάλα.
- Στεριά. Νά τη. Τρεις φοινικιές.
- Όχι. Πέντε... Εφτά... Χίλιες. Μήτε μισό μίλι. Κοντά.
- Δος μου τα κουπιά.
- Είναι σάπια. Ολότελα.
- Τότε ας φτάσουμε κολυμπώντας.
- Κοίταξε το στόμα του σκύλου, πώς περιμένει.
- Ρίξε την γαλέττα.
- Την ξερνά και την πετά πάλι απάνω μας. Δε βλέπεις; Στάσου να πέσω. Θα χορτάσει. Θα προλάβεις να βγεις τη στεριά. Φυσάει. Είναι κόντρα. Αλαργεύουμε. Βρέχει. Πιες. Κοιμήσου, θα σε φυλάω.
- Κοιμάμαι. Είναι καιρός που κοιμάμαι.
- Τι ωραία που είναι τα μαλλιά σου. Άσε με να τα καθαρίσω από το αλάτι.
- Όχι.
- Γιατί γλιστράς από τα χέρια μου; Που είσαι; Έχω καινούργια tatoo να σου δείξω. Μην ξυπνάς... Έτσι όπως είσαι, θα σε βάλω φιγούρα στην πλώρη... Κοριτσάκι. Πιάσε με από το χέρι να μου δείξεις τον κόσμο.
- Δεν έχω χέρι. Δεν υπάρχει κόσμος.
Νίκος Καββαδίας, Βάρδια, 1954
Μέρος 3ο, σελ. 149-150
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου