Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2011

Η γέννηση του Χριστού και οι αμαρτίες των νεαρών μαθητών όταν παραβιάζουν τον Κ.Ο.Κ.


Ο μύθος των Χριστουγέννων κρατιέται με τη βία απ' τα παράθυρα και από τις πόρτες, κρεμασμένος σε πανύψηλα κι αφιλόξενα σύγχρονα σκυθρωπά κτίρια. Τον συντηρούν οι δραστηριότητες της αγοράς, τα συμφέροντα των εμπόρων, οι ανελεύθερες κυβερνήσεις - πλην ανατολικών - και οι ακόμη πιο ανελεύθερες θρησκευτικές οργανώσεις, τέλος οι αστοί και οι εργατικοί, πρόσφατοι μετανάστες στην αστική τάξη, που κατ' ουσίαν κυβερνάν τον κόσμο μας, και που επιθυμούν θρησκευτικές αιτιολογίες και παραδόσεις για διασκέδαση, απόλαυση κι αμεριμνησία.

 

Ούτε για τα παιδιά, δεν έμειναν τα σύμβολα ανέγγιχτα. Κι αυτά ακόμη προσπαθούν να ονειρεύονται μέσα από τις εφιαλτικές ειδικές εκπομπές της τηλεόρασης, κι απόνα σπίτι που τις μέρες αυτές, δεν έχει να προσθέσει κανένα αληθινό αγαθό, ούτε υποδομή για μια γενναία ονειροπόληση- ονειροπόληση ενός κόσμου ιδανικού, που να τον κυβερνάει ο Χριστός και οι Άγιοι του, με αρχηγό τον Αη Βασίλη. Ιδιαίτερα στον τόπο μας, τα Χριστούγεννα γίνανε μέρες συναλλαγής και αυτοϊκανοποίησης. Ευκαιρία για μια ευρωπαϊκή παράσταση. Αν είχαμε και λίγο περισσότερο χιόνι, ώ τότες τα πράγματα θάσαν καλλίτερα.

 

Η γέννηση του Χριστού παραμένει πια μια επέτειος άγονη και χωρίς αίσθημα. Έχει για πάντα ξεχαστεί το αποτέλεσμα αυτής της μοναδικής γέννησης, που φώτισε και θεμελίωσε τον κόσμο μας μοναδικά, με αίσθημα κι αγάπη.

Και η Αθήνα μας, σαν καπνιστό τσουκάλι οινομαγειρείου χωρίς φωτιά και θέρμανση, ζεί την αγιότητα των ημερών, σκυθρωπά, άχαρα και κουρασμένα.

Οι δρόμοι σκοτεινοί, για οικονομία βέβαια ηλεκτρισμού, αλλά φαντάζουν απείρως σκοτεινότεροι έτσι καθώς περιέχουν ολοένα και περισσότερο, αναίδεια, αναπηρία και ανανδρία. 

Η δυστυχία ολοφάνερη στα μάτια των γερόντων, που φεύγουν κάθε μέρα από κοντά μας θλιμμένοι κι απροστάτευτοι, γνωρίζοντας καλά πια πως γεννήσανε, λειψούς ανθρώπους και πολύ χιόνι, που ατέλειωτα θα τους σκεπάζει στους αιώνες.

Τα κάλαντα, τα δώρα και οι αγιασμοί, δεν πείθουνε κανένα ότι προσφέρουνε αγάπη και παράδοση. Μόνο τα πρόσωπα μερικών παιδιών και μερικών γριών που περιφέρονται θλιμμένες, είναι ό,τι διαθέτει ο κόσμος μας, για ν' αγαπάς τις μέρες τούτες.

 

Κι έτσι που ο μύθος των Χριστουγέννων έγινε δίσκος τουρισμού, ζωγραφική σε λαϊκή αγορά, σύνθημα αυτοκόλλητο σε πρακτορείο Προ-Πο, βγήκανε για σεργιάνι χιλιάδες αυτοκίνητα, να πουν τα κάλαντα τα εθνικά, τα θρησκευτικά και τα καταναλωτικά. Πόσο μας ξεκουράζει αυτό το ράντισμα πετρελαίου εις τας οδούς, για να στολίσουμε το σπίτι, για να φωτογραφίσουμε το στολισμένο κέντρο της πόλης, ν' αφήσουμε τα δώρα μας στους τροχονόμους αστυνομικούς και τέλος να επιστρέψουμε κατάκοποι την μεσημβρία σπίτι μας, για το απαραίτητο και παραδοσιακό γεύμα παραμονής.

Βγήκαν σεργιάνι τ' αυτοκίνητα, καβάλησαν με χάρη τα πεζοδρόμια, κι οι πεζοί τα καμαρώνουν μες από ζωγραφιστά παράθυρα που τους προφυλάσσουν από το κρύο κι από τις πιθανότητες κάποιου τροχαίου ανεπιθύμητου ατυχήματος.

Μα το τροχαίο ατύχημα περιέχεται ακόμη και στις άγιες τούτες μέρες, μέσα στο Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας. Καμιά δημόσια υπηρεσία δεν δύναται να συνθέσει δια λογαριασμόν ιδικό της ένα τροχαίο ατύχημα. Υπεύθυνη ως εκ τούτου δια τη τήρησιν του Κώδικος, είναι η Τροχαία.

Και συνέβη το εξής περίεργον φαινόμενον. Περίεργον και εις τα χρονικά των ατυχημάτων και εις τα χρονικά των μαθητικών εκδηλώσεων.

Οι μαθητές υπό την άμεσον επιρροήν των θρησκοπατριωτικών ομιλιών, που υποχρεώθηκαν ν' ακούσουν στα σχολεία από τους καθηγητές τους, εξήλθαν ανά τας οδούς άδοντες ασμάτια ειδικά δια την γέννησσιν του Ιησού, κοινώς τα κάλαντα. Και δίχως να το αντιληφθούν συνεκεντρώθησαν εις το κέντρον της πόλεως, την ίδια ακριβώς στιγμή που τα αυτοκίνητα έψαλαν κι αυτά με τη σειρά τους κάλαντα, με το δικό τους βέβαια τρόπο. Κορνάροντας επίμονα και θρησκευτικά. 

 

Και τραγουδούσαν οι μαθητές: Καλήν εσπέραν και σκοτεινιάζει ο ουρανός... άρχοντες, κι ανάβει κόκκινο φώς σ' όλα τα φανάρια κυκλοφορίας της πόλης κι ακινητούνε τα χιλιάδες αυτοκίνητα που ήσανε ξεχυμένα στους δρόμους... κι αν είναι ο ορισμός σας.... Τηλεφωνεί έξαλλος ο Διευθυντής της Τροχαίας στη ΔΕΗ, ρωτώντας να μάθει, γιατί δεν βγαίνει το πράσινο στα φανάρια κυκλοφορίας και παραμένει το κόκκινο έχοντας έτσι ακινητοποιήσει τ' αυτοκίνητα. Ο υπάλληλος της ΔΕΗ αναλαμβάνει ερευνήσει τη υπόθεση ...Χριστού τη Θεία Γέννηση. Οι μαθητές πανηγυρίζουν για τη άνεση με την οποία κυκλοφορούν ανάμεσα από τα σταματημένα αυτοκίνητα.... να πω στ' αρχοντικό σας...

Βγαίνουν από τα καταστήματα οι πωλητές και χειροκροτούν τους μαθητές, νομίζοντας πως μόνοι τους κατάφεραν ν' ακινητοποιήσουν τ' αυτοκίνητα. Στο μεταξύ ο υπάλληλος της ΔΕΗ, που ανέλαβε να ερευνήσει την υπόθεση, τηλεφωνεί στον Διευθυντή της Τροχαίας και τον πληροφορεί, πως η Τροχαία ξέχασε να πληρώσει τον λογαριασμό Δεκεμβρίου. Έξαλλος πάντα ο Διευθυντής της Τροχαίας, διενεργεί ανακρίσεις με τη σειρά του για το ποιός είναι υπεύθυνος αυτής της παραλείψεως.
 

Και τότε συνέβη το περίεργον. Τα αυτοκίνητα άρχισαν με αργό ρυθμό, να πετούν πάνω από τις κεφαλές των μαθητών, που αυτομάτως έπαψαν να τραγουδούν κι άρχισαν να καταγράφουν τους αριθμούς των ιπτάμενων αυτοκινήτων.

Η Διεύθυνσις της Τροχαίας μπρος στην κατάφωρη αυτή καταπάτηση του Κώδικος Οδικής Κυκλοφορίας, έδωσε εντολή για αυστηρές παρατηρήσεις προς τους υπευθύνους του φαινομένου. Και φυσικά οι παριστάμενοι, καθώς και οι οδηγοί των ιπτάμενων αυτοκινήτων, απέδωσαν το γεγονός εις τας αμαρτίας των νεαρών μαθητών, πράγμα ολίγον άδικον διότι εκτός από τα κάλαντα, δεν είχαν προφθάσει να διαπράξουν άλλην αμαρτίαν οι μαθητές.

Η επέμβασις όμως του ηρεμήσαντος στο μεταξύ Διευθυντή της Τροχαίας, έσωσε τα προσχήματα και δεν διασαλεύθηκε ούτε εκινδύνεψε η εμπιστοσύνη που οφείλουμε να έχουμε όλοι μας προς την μαθητιώσα νεολαία. Και απεδόθη το φαινόμενο εις οφθαλμαπάτην. Δηλαδή, τα αυτοκίνητα δεν ίπταντο, αλλά πληρωθέντος του λογαριασμού της Τροχαίας προς τη ΔΕΗ ελευθερώθηκε συγχρόνως το πράσινο σ' όλα τα φανάρια κυκλοφορίας και τα αυτοκίνητα σπεύδοντα να φύγουν από τις θέσεις που είχαν καθηλωθεί, ταυτοχρόνως, πέρασε το ένα πάνω στ' άλλο, χωρίς ευτυχώς κανένα σοβαρό ατύχημα.

Κατόπιν των δοθεισών εξηγήσεων οι μαθητές συνέχισαν ανενόχλητοι τα κάλαντα, οι τροχαίοι αστυνομικοί, ολίγον κουρασμένοι, την τήρησιν της οδικής τάξεως και η παραμονή των Χριστουγέννων υπήρξεν και πάλι υποδειγματική σε θρησκευτικότητα και τάξη.

 

Τη στιγμή αυτή ακριβώς, μου τηλεφώνησε ο Φεντερίκο Φελλίνι και μου ζητά την άδεια να γυρίσει σε ταινία τούτο το σχόλιο μου. Μόνο που θα αλλάξει λέει, τον τίτλο και θα ονομάσει την ταινία του "Ιπτάμενα αυτοκίνητα των Χριστουγέννων στη Αθήνα". 

Τον ευχαρίστησα και φυσικά τούδωσα την άδεια, μ' ένα κρυφό χαμόγελο. Γιατί δεν εκατάλαβε πόσο πολύ δικιά του υπήρξεν η ουσία του σχολίου μου. Δηλαδή, πόσο πολύ κι εγώ αμάρτησα, σαν μαθητής.



(Κυριακή, 24 Δεκεμβρίου 1978)




Μάνος Χατζιδάκις, από «Τα Σχόλια του Τρίτου». Εξάντας 1980-2007, Β’ μέρος, σελ. 101

«Τα Σχόλια του Τρίτου» γράφτηκαν από το Μάιο του 1978 έως τον Απρίλιο του 1980. Η έκδοση αυτή είναι η πρώτη τυπογραφημένη μορφή τους από το ραδιόφωνο.



Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2011

Χριστουγεννιάτικη ιστορία



Κάθεται μόνος
και καθαρίζει τ’ όπλο του δίπλα στο τζάκι.
Κανείς δε θά ’ρθει και το ξέρει,
κλείσαν οι δρόμοι από το χιόνι, σαν πέρυσι,
σαν πρόπερσι, Χριστούγεννα και πάλι
και τα ποτά κρυώνουν στο ντουλάπι.
Το τσίπουρο στυφό, το ούζο γάλα
και το κρασί ραγίζει τα μπουκάλια.
Εκείνη τρία χρόνια πεθαμένη.

Κάθεται μόνος του δίπλα στο τζάκι,
δεν πίνει, δεν καπνίζει, δε μιλάει.
Στην τηλεόραση χιονίζει,
το στρώνει αργά στο πάτωμα και στο τραπέζι
και στις παλιές φωτογραφίες,
γνώριμα μάτια των νεκρών,
που τον κοιτάζουν απ’ το μέλλον.
Εκείνη τρία χρόνια πεθαμένη
και μόνο το δικό της βλέμμα
έρχεται από τα περασμένα.

Κοντεύουνε μεσάνυχτα
και καθαρίζει τ’ όπλο του απ’ το πρωί.
Πώς να του πω «Καλά Χριστούγεννα»,
ευχές δε φθάνουν ως εδώ,
δρόμοι κλεισμένοι, τηλέφωνα κομμένα,
η σκέψη αρπάζεται απ’ το κλαδί της μνήμης,
μα να τρυπώσει δεν μπορεί στη μοναξιά του.
Μια μοναξιά που χτίστηκε σιγά σιγά
μ’ όλα τα υλικά και δίχως λόγια.

Κοντεύουνε ξημερώματα κι ακόμη
γυαλίζει τ’ όπλο του δίπλα στο τζάκι
με αργές κινήσεις σα να το χαϊδεύει.
Μένει στα δάχτυλα το λάδι
αλλά το χάδι χάνεται.
Θυμάται κυνηγετικές σκηνές
με αγριογούρουνα και χιόνια ματωμένα,
πριν γίνει θήραμα κι ο ίδιος
στην μπούκα ενός κρυμμένου κυνηγού,
που τον παραμονεύει αθέατος
αφήνοντας να τον προδίδουν κάθε τόσο
πότε μια λάμψη κάνης,
πότε μια κίνηση στις κουμαριές
κι η μυρωδιά απ’ το βαρύ καπνό του.
Ξέρει καλά ότι κρατάει
μακρύκανο παλιό μπροστογεμές
γεμάτο σκάγια και μπαρούτι μαύρο.
Όταν αποφασίσει να του ρίξει
δε θα προλάβει πάλι να τον δει
πίσω απ’ το σύννεφο της ντουφεκιάς του.

Αν σκέφτεται στ’ αλήθεια κάτι τέτοια,
και δεν τον τιμωρώ εγώ μ’ αυτές τις σκέψεις,
πώς να πλαγιάσει και να κοιμηθεί.
Λέω να γίνω πατέρας του πατέρα μου,
ένας πατέρας που του έτυχε
σιωπηλό και δύστροπο παιδί,
και να του πω μια ιστορία
για να τον πάρει ο ύπνος.

Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά πάρε και τον πατέρα...


Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά
πάρε και τον πατέρα· απ’ τις μασχάλες πιάσ’ τονε
σα νά ’ταν λαβωμένος. Όπου πηγαίνεις τα παιδιά
εκεί περπάτησέ τον, με το βαρύ αμπέχωνο
στις πλάτες του ν’ αχνίζει.

Δώσ’ του κι ένα καλό σκυλί
και τους παλιούς του φίλους, και ρίξε χιόνι ύστερα
άσπρο σαν κάθε χρόνο. Να βγαίνει η μάνα να κοιτά
από το παραθύρι, την έγνοια της να βλέπουμε
στα γαλανά της μάτια, κι όλοι να της το κρύβουμε
πως είναι πεθαμένη.

Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά
πάρε κι εμάς μαζί σου, με τους ανήλικους γονείς,
παιδάκια των παιδιών μας. Σε στρωματσάδα ρίξε μας
μια νύχτα του χειμώνα, πίσω απ’ τα ματοτσίνορα
ν’ ακούμε τους μεγάλους, να βήχουν, να σωπαίνουνε,
να βλαστημούν το χιόνι. Κι εμείς να τους λυπόμαστε
που γίνανε μεγάλοι και να βιαζόμαστε πολύ
να μοιάσουμε σ’ εκείνους, να δούν πως μεγαλώσαμε
να παρηγορηθούνε.



Μιχάλης Γκανάς, Γυάλινα Γιάννενα
Καστανιώτης, 1989

Τα κορίτσια



Τα κορίτσια η πόα της ουτοπίας
τα κορίτσια οι παραπλανημένες Πλειάδες
τα κορίτσια τ’ Αγγεία των Μυστηρίων
τα γεμάτα ως πάνω και τ’ απύθμενα

Τα στυφά στο σκοτάδι και όμως θαύμα
τα γραμμένα στο φως και όμως μαυρίλα
τα στραμμένα επάνω τους όπως οι φάροι
τα ηλιοβόρα και τα σεληνοβάμονα

Η Έρση, η Μυρτώ, η Μαρίνα
Η Ελένη, η Ρωξάνη, η Φωτεινή
Η Άννα, η Αλεξάνδρα, η Κύνθια


Άξιον Εστί το μακρινό τραγούδι
ο μυχός της Ελένης με το κυματάκι
τα φραγκόσυκα φέγγοντας μες στη μασχάλη
ερειπιώνες του μέλλοντος και της αράχνης.


Οδυσσέας Ελύτης
Άξιον Εστί


Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2011

Κάθεται μπροστά στον υπολογιστή


Κάθεται μπροστά στον υπολογιστή και γράφει την παρουσίαση της Τετάρτης. Είναι Τρίτη, 7 το απόγευμα και προβλέπεται άγριο ξενύχτι, για να είναι όλα έτοιμα αύριο το μεσημέρι.

Γράφει ασταμάτητα σενάρια, ραδιοφωνικά, τίτλους και κείμενα καταχωρίσεων, διορθώσεις, προσθήκες, αλλαγές. Είναι στιγμές που σηκώνει τα χέρια της ψηλά, στην ανάταση, σαν να παραδίδεται στον Θεό της διαφήμισης. Στην πραγματικότητα δεν παραδίδεται σε κανέναν Θεό, παραδίδεται πρόθυμα στο διάβολο αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία.


Αν σηκώνει τα χέρια της ψηλά είναι για να κυκλοφορήσει το αίμα, να κατεβεί από τα λεπτά, ευέλικτα δάχτυλα – άβαφα νύχια, μηδέν δαχτυλίδια – στις κλειδώσεις των καρπών – χωρίς ρολόι και βραχιολάκια – εκεί που σφύζει ο γαλάζιος παλμός της καρδιάς και μετά να κυλήσει ζεστό στους λείους βραχίονες με το χρυσό χνούδι και να κατακλύσει τ’ αλαβάστρινα μπράτσα, μέχρι την κλείδωση των ώμων και τις κρυφές φωλιές της μασχάλης.


 Από τη θέση που κάθομαι, βλέπω το κεφάλι και την πλάτη της ανάμεσα από τις ανοιγμένες περσίδες του γραφείου μου. Σαν κάνναβος του Ντύρερ φαίνεται, με τις πολλές οριζόντιες γραμμές και τις τρείς κάθετες των σπάγγων και στο κέντρο η φιγούρα της, όσο φαίνεται πάνω από την πλάτη του καθίσματος της sato «με την τέλεια λειτουργικότητα, την ασυναγώνιστη εργονομία και την υψηλή αισθητική». Τέτοια τη βάζουν και γράφει, αυτή, το λειτουργικότερο, εργονομικότερο και ερωτικότερο πλάσμα του κόσμου.

 

Τώρα έχει πιάσει τα ξανθά της μαλλιά σ’ έναν αυτοσχέδιο κότσο, μ’ ένα μαύρο μολύβι που τα συγκρατεί και λάμπει ανάμεσά τους σαν θαυμαστικό.

Αυχένας λεπτός και μακρύς και πλάτη σμιλεμένη λες από τα βλέμματα πολλών αντρών. Πλάτη γυμνή χωρίς τιραντάκια, μέχρι εκεί που βλέπει το μάτι σου, γιατί από ένα σημείο και κάτω αρχίζει η μαύρη ράχη του καθίσματος.

 

Ε, ναι, έτσι που τη βλέπεις εύκολα πάει ο νους σου σε μια όμορφη γραμματέα που κάθεται μπροστά στον υπολογιστή και δουλεύει σοβαρή, πολυάσχολη και θεόγυμνη.

Μιχάλης Γκανάς, Γυναικών
Μελάνι, 2010


Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2011

Βάρδια Δεύτερη

[...]

Για να τελειώνουμε. Ήμουνα με τον "Πολικό". Από τον Πειραιά για Σαλονίκη. Όξω από την δεσπέτζα, πάνου στο σεντουκάκι της, καθότανε μια τέτοια. Άσκημη σαν το χρέος. Ένας ναύτης τη διπλάρωσε από νωρίς.



- "Θα 'χουμε θάλασσα, να σε βάλω κάπου να ξαπλώσεις."

- "Όχι". Της πήγε ένα πιάτο φαΐ το βράδι. "Δε θέλω".

Τα μεσάνυχτα ξαναπήγε κοντά της.

- "Τσιγάρο;"

- "Όχι, μωρέ τράγο, αφού βλέπεις πως φουμάρω. Πάρτο απόφαση. Δε στο δίνω. Έφυγα από τα Βούρλα και πάω για το Βαρδάρι. Αν σ' αρέσω, έλα κει πέρα. Όχι εδώ. Γυρεύεις μωρέ ποτέ σου από το μπακάλη τυρί, την Κυριακή που τονε συναντάς στο δρόμο; Άντε πήγαινε να βρεις καμιά πρωτοθεσίτισσα. Ξεφορτώσου με."




Την ίδια ώρα, στην καμπίνα του καπετάνιου, τα 'χε σηκώσει σαν τ' αυτιά του λαγού, μια κυρία που τη σεβόταν όλος ο κόσμος στον τόπο της, με τέσσερα παιδιά κι άντρα λεβέντη.

Σκέφτηκες μωρέ ποτέ σου τι χαρίζουν οι πόρνες με πενταροδεκάρες; Βάζουν απάνω τους σακατεμένους, στραβούς, καμπούρηδες, κείνους που βρωμάνε αγιάτρευτα, που 'χουν μοτάρια στο κορμί τους, τρελούς, όλους όσους δε βρίσκεται καμιά γυναίκα να τους χαϊδέψει. Ζουν στα μπορντέλα, τις λέμε δημόσιες. Τις άλλες που 'ναι απόξω, πώς πρέπει να τις φωνάζουμε; Βρες μου τη λέξη.





Νίκος Καββαδίας
Βάρδια, 1954

Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2011

Μητριά Πατρίδα



Βγάλαμε τα κόκαλα βιαστικά από το κοιμητούργιο του νεκροταφείου. 'Αλλα σε ξύλινα κασόνια, άλλα σε σακούλες της ζάχαρης, τα περισσότερα χύμα. Μόλις ακούγονταν τ΄ αεροπλάνα, τρυπώναμε μέσα. Βαριά μυρουδιά μούχλας, σάπιος αέρας.


Έξω πέφτανε βόμπες, έτρεμε ο τόπος, κάναμε το σταυρό μας μικροί μεγάλοι. Από μέρα σε μέρα τα πράγματα αγρίευαν. Οι αντάρτες πέρα δώθε όλο φούρια, τ΄ αεροπλάνα έρχονταν συχνότερα. Είδαν κι απόειδαν ο κόσμος, ανεβήκαμε στο βουνό, στη Λακκότρυπα. Ανάψαμε φωτιές οι γυναίκες, βάλαμε να μαγειρεύουμε, ο καπνός ανέβαινε ως τον τρούλο, ζαλίζονταν τα περιστέρια. Όσα πέφτανε, τα μαγειρεύαμε επιτόπου. Τ΄ άλλα φτερούγιζαν τρομαγμένα, τα κυνηγούσαν με κουβέρτες, σεντόνια, ώσπου φύγανε τα ζωντανά του Θεού.

 

Τον πάππου σου τον έδερναν θέρμες, δεν μπορούσε ν'ανεβεί, τον άφησαν χαμηλά στο μονοπάτι με το ξυλοκρέβατο. Μας έστειλε να κατεβούμε κι εμείς. Κατεβήκαμε κακήν κακώς μες στη νύχτα. Ψηλά γινόταν μάχη, πηχτό βουητό, μπουμπουνητά κάθε τόσο. Εμείς στο δρόμο χαμένοι. Διάβηκαν κάτι αντάρτες, μας βάλαν μπροστά, περάσαμε το σύνορο ξημερώματα.

(όπως τα θυμάται η μάνα μου)



Μιχάλης Γκανάς,
Μητριά Πατρίδα