Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2011

Βάρδια έκτη

Portrait of a Man
A la Comtesse Ariane de Jacquelin Dulphé


Δε βλέπεις παραπέρα από ένα μέτρο, από μισό, λιγότερο, τίποτα, περισσότερο κι από τίποτα. Το’ χει από νωρίς κατεβάσει. Το πούσι έχει τη δική του μυρωδιά, όπως η καταιγίδα, ο τυφώνας, η τρικυμία του κάθε καιρού. Πώς μυρίζει! Γιομίζει τα ρουθούνια μου μα δεν μπορώ να σου πω… Ιουδήθ! Είσαι δέκα χιλιάδες μίλια μακριά απ’ το Gomel και πέντε από μένα. Ανασαίνεις τον ιδρώτα του Τάσμαν.

Είμαι σίγουρος πως έχεις λησμονήσει κείνη τη νύχτα, πάνω στο κατάστρωμα του “Cyrenia”, δίπλα στο φανάρι του Μινικόι. Φορούσες τη νύχτα. Το πορφυρό φόρεμα σου σερνόταν κουρέλι στα πόδια σου, τα λιανά σου πόδια με τα πέδιλα των Φοινίκων. Το κλώτσησες και χάθηκε στο πράσινο κρουζέτο, πίσω από τη βάρκα. Σαλεύει μονάχα του ματιού σου το πράσινο.




- Φόρεσε το ρούχο σου. Σκεπάσου. Παρακαλώ σε φόρεσέ το.
- Το παίρνει ο μουσώνας. Δε βλέπεις;
- Είσαι σα γυμνή λεπίδα κινέζικη.
- Θέλω τη θήκη μου.

Ιουδήθ!… Όλα τα πράγματα έχουνε τη δική τους μυρωδιά. Οι άνθρωποι δεν έχουν. Την κλέβουν από τα πράγματα. Τα κόκκινα μαλλιά σου μυρίζουν σαν το αμπάρι της Πίντα, όταν γύριζε από το πρώτο ταξίδι. Στενοί δρόμοι του Γκέττο…Streets are not safe at night. Avoid all saloons. Chagall: ο Αρχιραβίνος.


- Ατζαμή! Φίλησέ με.
- Μιαν άλλη φορά. Όταν ξανάβρω τη γεύση μου.
- Την έχασες; Πού;
- Στο Barbados…Στην άμμο. Την ξέχασα στα χείλια μιας μαύρης.
- Καλά. Δάγκασέ με μονάχα. Να πονέσω.
- Δεν έχω δόντια. Τ΄άφησα σ’ ένα μάγκος άγουρο, εδώ πέρα, αντίκρυ στο Cochin.
- Χάιδεψε.
- Ιουδήθ… Με τι χέρια… .έχασα την αφή μου πάνω στο ξεβαμμένο μεταξωτό μιας πολυθρόνας, σ’ ένα σπίτι στο Ικίκι…Εκεί ανάμεσα… Μαζί κι ένα ζαφείρι… ένα μεγάλο ζαφείρι.
- Τότε κοίταξέ με στα μάτια. Γιατί τα κρατάς καρφωμένα χάμω; Κοίταξέ με λοιπόν.
- Δεν είναι τα δικά μου. Εκείνα τα φορά ένας γέρος ζητιάνος στο Βόλο. Τ’ αλλάξαμε.
- Κοίταξέ με μέ τα δικά του.
- Ήταν τυφλός. Τον βαστούσε ένα κορίτσι από το χέρι.
- Άσε με να σε βαστάξω κι εγώ από το χέρι.
- Ναι.
- Πάμε. Κρυώνω.
- Στάσου, να σου πω ένα παραμύθι.
- Δε θέλω... Πάμε.
- Κάνει ζέστη μέσα. Ο ανεμιστήρας έχει χαλάσει. Βρωμάει σα φαρμακείο. Είναι κάτι λερωμένα σεντόνια. Μια βρώμικη λεκάνη. Ένας σκορπιός που τρέχει στους τοίχους. Φοβάμαι…
- Το σκορπιό;
- Eσένα.
- Πάμε σου λέω.
- Κάνε πέρα τα χέρια σου. Πες κάτι ακόμα.
- Λοιπόν… Μόνον ο γερο-Γιεχού δεν κοιμόταν. Διάβαζε δίπλα στη λάμπα με το καπνισμένο γυαλί. Διάβαζε το μεγάλο βιβλίο. Η πόρτα λύγισε στις κοντακιές. Ήμουν δώδεκα χρονών. Δεν πρόφτασα να χτενίσω τα μαλλιά μου τα κόκκινα. Ήτανε δώδεκα, με μαύρους σταυρούς στο μπράτσο. Μεθυσμένοι. Τότε… Μπρος στη μάνα μου, μπροστά στο Γιεχού που προσεύχονταν με μάτια κλεισμένα.
- Κι οι δώδεκα;
- Δε θυμάμαι. Δεν έχω ζυγώσει άλλον άντρα. Όμως απόψε… Όχι γιατί μ’ αρέσεις. Είμαι μονάχα περίεργη. Πάμε.
- Αύριο, στο Colombo.
- Τώρα.
- Δος μου το χέρι σου. Θα σκοντάψεις. Έχει σκαλί. Μην ανάβεις το φως… Ξέρεις.. Είμαι άρρωστος.
- Δε με νοιάζει.
- Άκου… Είναι σα να χαλάμε το παιχνίδι για να βρούμε το θαύμα.
- Θέλω να φορέσω το δικό σου πετσί.  Να κλέψω κι εγώ κάτι από σένα.
- Κάνε όπως θέλεις. Ό, τι βρεις κλέψε. Δείξε μού το μονάχα…


Κι έγινε έτσι, όπως τότε, όταν χάιδεψα ένα γυμνό του Pascin μπροστά σε τρεις φύλακες του Μουσείου, χωρίς να με δούνε.


Νίκος Καββαδίας, Βάρδια, 1954
Μέρος 2ο, σελ.91-93

Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2011

Το τραγούδι μου


«Δεν είναι το τραγούδι μου απλοϊκό κι ευχάριστο σαν το τενεκεδένιο σήμα μιας πολιτικής παράταξης ή ενός αθλητικού συλλόγου. Δεν κολακεύει τις συνήθειές σας ούτε και διασκεδάζει την αμηχανία σας, την οικογενειακή σας πλήξη ή την ερωτική σας ανεπάρκεια».




«Δεν είναι το τραγούδι μου μονόφωνη αρτηρία ούτε μια πολυφωνική και λαϊκή υστερία. Είναι μια μυστική πηγή, μια στάση πρέπουσα και ηθική απέναντι στα ψεύδη του καιρού μας, ένα παιχνίδι ευφάνταστο μ' απρόβλεπτους κανόνες, μια μελωδία απρόσμενη που γίνεται δική σας, δεμένη αδιάσπαστα με άφθαρτες λέξεις ποιητικές και ξαναγεννημένες...».

M.X.



Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2011

Στα καμένα


...κι άφησε μόνη στο τραπέζι
την τηλεόραση να παίζει
Να δείχνει έγχρωμο τον πόνο
δίπλα σ' ένα φιλέτο τόνο
Να δείχνει φονικά και φλόγες
τσόντες πολιτικούς και ρώγες
ενώ εμείς θα χουμε φτάσει
στο σταυροδρόμι του εξήντα...





Μιχάλης Γκανάς

Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2011

Μακρυά

Θάθελα αυτήν την μνήμη να την πω...
Μα έτσι εσβύσθη πια... σαν τίποτε δεν απομένει —
γιατί μακρυά, στα πρώτα εφηβικά μου χρόνια κείται.

Δέρμα σαν καμωμένο από ιασεμί...
Εκείνη του Aυγούστου — Aύγουστος ήταν; — η βραδυά...
Μόλις θυμούμαι πια τα μάτια· ήσαν, θαρρώ, μαβιά...
A ναι, μαβιά· ένα σαπφείρινο μαβί.



Κ.Π.Καβάφη "Μακρυά"
1914, Μνήμη του Αυγούστου

Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2011

Hit the road

...κι εγώ ψιθυρίζω "δικιά μου η χαρά, δικό μου το αίμα, δικός μου κι ο τρόμος".
Δεν είμαι μόνος, όλα είναι δρόμος...


Après la pluie

"...στα σκουριασμένα σύννεφα, στα φύλλα, στης βρεγμένης γης τη μυρωδιά"

Μετά τη βροχή, στον Υμητό...



Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2011

Όλα είναι δρόμος



Οι Τέλειες Διαδρομές είναι, συνήθως, μέρα με φως. Οι δύσκολες, νύχτα με νερό. Οι πιο ευεργετικές για την ψυχή, είναι οι τέλειες της βροχής. Αυτό το νιώθεις την άλλη μέρα - είσαι τόσο κουρασμένος όταν φτάνεις! Τρέμεις καμιά φορά από την υπερένταση και την κόπωση.

Όμως το άλλο πρωί ξυπνάς με την αίσθηση πως πέρασες ένα δύσκολο ποτάμι.

Κορνάροντας στην βροχή.


Από τη "Φωνή στην βροχή" του Νίκου Δήμου
Ολόκληρο το κείμενο, ΕΔΩ

America America

Στην Αθήνα όταν τελειώνει το καλοκαίρι είναι γιορτή. Και η νύχτα είναι πιο όμορφη κι από την πιο όμορφη γυναίκα. Μια τέτοια νύχτα, πάνω σε μια ταράτσα με πολύ κόσμο που μίλαγε και τραγουδούσε, ο Καζάν μου φώναξε από μακριά: “Θέλεις να γράψεις τη μουσική για το America, America;”


Κείνη την ώρα ακριβώς, η Ακρόπολη, χρωματισμένη σαν γλυκό συνοικιακού ζαχαροπλαστείου από το Ήχος και Φως, με Δωρικές τρομπέτες και Ιωνικές συγχορδίες, ετρόμαξε κι αυτόν κι εμένα, ενώ μια τρομερή φωνή μας υπενθύμιζε πως πριν τρεις χιλιάδες χρόνια οι Αθάνατοι Έλληνες φτιάξανε τον Αθάνατο Παρθενώνα… και η Ακρόπολη άλλαζε χρώματα από την ντροπή της.


Τη στιγμή που είπα στον Καζάν ότι δέχομαι, η Ακρόπολη είχε γίνει “πράσινη” από το κακό της και οι κιθάρες άρχισαν να παίζουν γλυκανάλατα τα Παιδιά του Πειραιά.
Ακούγοντάς το ο Καζάν, μου φώναξε αγαναχτισμένα πως δε θέλει στη μουσική που θα του φτιάξω μπουζούκια ή οτιδήποτε που να θυμίζει την άλλη “αθάνατη” δημιουργία το Ποτέ την Κυριακή.
“Συμφωνώ”, του απάντησα.


Κι έτσι άρχισε το πρόβλημα. Τι όργανα θα έπρεπε να χρησιμοποιήσω στη μουσική του America, America.  Αυτά έγιναν το 1962.  Μια άλλη νύχτα, στη Νέα Υόρκη του Σεπτέμβρη το 1963, βρήκα επιτέλους πως θα ταίριαζε πολύ στις αντιδράσεις του Σταύρου -του ήρωα της ταινίας- ένα σαντούρι, που να κυριαρχεί πάνω σ’ όλα τα άλλα όργανα.


Τι είναι το σαντούρι; Μια μπαγκέτα που χτυπά δυνατά πάνω σε μια γυμνή χορδή. Κάτι σαν τσέμπαλο. Τουλάχιστον έτσι το θέλησα εγώ.
Έντεκα νύχτες, καθόλου όμορφες, στην Αθήνα του Νοέμβρη του ίδιου χρόνου, έγραψα μες σ’ ένα στούντιο τέσσερις ενότητες μουσικής για το America, America σύμφωνα με τα αρχικά μου σχέδια. Για το χωριό, για την πόλη, για την αστική οικογένεια των Σινίκογλου και για το βαπόρι που ταξιδεύει για την Αμερική.


Μια άλλη νύχτα, στις 26 Οκτωβρίου του 1963, επιστρέφοντας στη ΝέαΥόρκη, χάνω τα αρχικά μου σχέδια με την τσάντα μου σ’ ένα ταξί. Μα ευτυχώς η μουσική μου είχε τελειώσει.
Και μια βροχερή νύχτα στο Figaro του Greenwich Village έγραψα αυτά τα λίγα λόγια, μαζί με την αγάπη μου για τον Καζάν και την ταινία του, που μου έδωσαν την ευκαιρία να γράψω αυτή τη μουσική.

Μ.Χ., 1963

(από την Οδό Πανός του Γιώργου Χρονά , τεύχος 123)

Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2011

Τί σημαίνει να ζείς σ'ένα όνειρο (ii)

Ξέρεις τι σημαίνει να ζείς σ'ένα όνειρο;
Αυτό που δεν είσαι, γίνεσαι... και κάθε βράδυ το συναντάς...

P.P.Pasolini

Τι σημαίνει να ζείς σ'ένα όνειρο (i)

Ποτέ δεν πρόκειται να τελειώσει η ανθρώπινη περιπέτεια αλλά και η ανθρώπινη ευπιστία. Πάντα ο άνθρωπος θα πιστεύει πως τα όνειρά του θα δικαιωθούν. Αλλά και πάντα θα αγνοεί πως ο ίδιος καταστρέφει τα όνειρά του με το να ξυπνά κάθε πρωί. Κάθε πρωί κι όχι για πάντα, μια και μόνη φορά.


M.X.