Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χατζιδάκις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χατζιδάκις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 26 Μαΐου 2015

Για το τραγούδι (ii)


[...]


Πιστεύω πως η τέχνη του τραγουδιού αποτελεί κοινωνικό λειτούργημα, γιατί το τραγούδι μας ενώνει μέσα σ'ένα μύθο κοινό. Κι όπως στον χορό ενώνουμε τα χέρια μεταξύ μας για ν'ακολουθήσουμε ίδιες ρυθμικές κινήσεις, έτσι και στο τραγούδι ενώνουμε τις ψυχές μας για ν'ακολουθήσουμε μαζί, τις ίδιες εσωτερικές δονήσεις.




Κι όσο για τον κοινό μύθο που δεν υπάρχει στις μέρες μας, τον σχηματίζουμε καινούριο κι απ'την αρχή κάθε φορά. Κάθε φορά που νιώθουμε βαθιά την ανάγκη να τραγουδήσουμε.





Μάνος Χατζιδάκις - "Για το τραγούδι"
Σημείωμα από το πρόγραμμα του "Πολύτροπου", Οκτώβρης '73


 

Σάββατο 28 Μαρτίου 2015

Συννεφιασμένη Κυριακή



"Έξι μήνες τυραννιόμουν να βρω αυτό το Κυ-ρια-κή, πριν το Χριστέ και Παναγιά μου..."
μου φανέρωνε σ' ανύποπτους καιρούς ο Τσιτσάνης.
Κι εγώ έμενα έκπληκτος, γιατί δεν είχα φανταστεί τόση αγωνία για ένα τραγούδι απλό.
Είχα την απορία του ημισπουδαγμένου κι αφελούς.

Μα όσο μεγάλωνα, τόσο ένιωθα καταλυτική αυτή την εμμονή στις λέξεις συν-νε-φιά ή Κυ-ρια-κή.  Σαν ένα βλέμμα διαπεραστικό, που σκίζει εκεί ψηλά τον Ουρανό.
Κι ακόμα πιο πολύ, που διαπερνά τον ίδιο το Θεό.  Χριστέ και Παναγιά μου.



Με τον Βασίλη Τσιτσάνη, το 1960.




 Μάνος Χατζιδάκις
"Ο καθρέφτης και το μαχαίρι"
Ίκαρος, 1988



Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012

The Martlet's Tale





Like a soft lilting wind, alone he soars aloft, and circles and spins
And spends his days in freedom above the towering clouds, he is avowed
to touch no land in the fear of losing that

Now he pleases himself and flies away again to render the tale, he flies above the gale

And the tide swiftly ebbs, and nothing seems to help he’s caught in the web
Troubled for his life in the midst of all the greed he doesn’t need
yet he wishes to find something he can believe in completely

Oh, he cries to the skies, and searches for a grain of the truth that survives, he’s winging out to sea

Shadowed sunlight in his waking, waves of discontent are breaking...

In your life can you see, an image of the bird in yourself that wants to flee
he’s casting out the time that is ruling all our lives despite the lies
and he can’t explain to anyone around him,

See, he sleeps on the wind
the storming sea below him he flies toward the end
And glides on ever free

Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2012

Το πρόσωπο του τέρατος


Όποιος δεν φοβάται το πρόσωπο του τέρατος, πάει να πει ότι του μοιάζει.  Και ή πιθανή προέκταση του αξιώματος είναι, να συνηθίσουμε τη φρίκη, να μας τρομάζει ή ομορφιά.

Ο Φρανκεστάϊν έγινε πόστερ καί στολίζει το δωμάτιο ενός όμορφου αγοριού.  Το αγόρι ονομάζεται Πινοσέτ ή Βιντέλλα, κι ολομόναχο χορεύει με πάθος ένα ταγκό ελλειπτικό.  Δεν υπάρχει Μουσική, ούτε τραγουδιστής από κοντά. Μονάχα ένας ρυθμός ατέλειωτος και αριθμοί.  Χίλιοι, πεντακόσιοι, πέντε χιλιάδες, δέκα, εκατό χιλιάδες, αριθμοί όχι εντελώς αποσαφηνισμένοι των εξαφανισθέντων, βασανισθέντων και νεκρών.  Και το ταγκό να συνεχίζεται, το δε ποδόσφαιρο στις φάσεις του, να κόβει την αναπνοή εκατομμυρίων θεατών επί της Γης. Εκατομμύρια περισσότεροι απ’ όσους εννοούνε ν’ αντιδράσουνε στο τέρας, και εξαφανίζονται μες σε χαντάκια, σε ρεματιές ή στις αγροτικές ερημιές.

Από την ώρα πού ο Φρανκεστάϊν γίνεται στόλισμα νεανικού δωματίου, ο κόσμος προχωράει μαθηματικά στην εκμηδένισή του.  Γιατί δεν είναι πού σταμάτησε να φοβάται, αλλά γιατί συνήθισε να φοβάται.


Κι εγώ με τη σειρά μου δεν φοβάμαι τίποτα περισσότερο, απ’ το μυαλό της κότας. Απ’ το να υποχρεωθώ να συνομιλήσω με μια κότα ή μ’ ένα σκύλο, ή τέλος πάντων, μ’ ένα ζώο δυνατό πού βρυχάται. Τί να τους πω και πώς να τους το πω; Και μήπως δεν είναι εξευτελισμός, αν επιχειρήσω να μεταφράσω ή να καλύψω τις σκέψεις μου, κάτω από φράσεις απλοϊκές και ηλίθια νοήματα, για να καθησυχάσω τυχόν τη φιλυποψία μιας κότας, πού όμως έχει άνωθεν τοποθετηθεί για να μας ελέγχει και να μας καθοδηγεί;

Η υποταγή ή ο εθισμός σε μια τέτοια συνύπαρξη, ή συνδιαλλαγή, δεν προκαλεί τον κίνδυνο της αφομοίωσης ή της λήθης, του πώς πρέπει, του πώς οφείλουμε να σκεφτόμαστε, να πράττουμε και να μιλάμε;

Αναμφισβήτητα αρχίσαμε να το ανεχόμαστε.  Και η ανοχή, πολλαπλασιάζει τα ζώα στη δημόσια ζωή, τα ισχυροποιεί και τα βοηθά να συνθέσουν με ακρίβεια τη μορφή του τέρατος, πού προΐσταται, ελέγχει και μας κυβερνά.

Το τέρας σχηματίζεται από τα ζώα κι απ’ τους εχθρούς.  Κι ό εχθρός γεννιέται, δεν γίνεται.  Μας παρακολουθεί απ’ το σχολείο, σαν ήμασταν παιδιά, κι επιζητεί τον εξαφανισμό μας.




Θα σας θυμίσω μια συνομιλία τότε, μέσα στη τάξη του σχολείου.  Με πλησιάζει ένας ψηλός συμμαθητής, μ’ ένα δυσάρεστο έκζεμα στο δέρμα του προσώπου του, στραβή τη μύτη και ξεθωριασμένα τα μαλλιά του, ακατάστατα.

 Ήταν ή πρώτη μέρα της σχολικής χρονιάς.

- Πως λέγεσαι, ρωτάει, ενώ πλάι του είχαν σταθεί αμίλητοι δυο άλλοι, δικοί του φίλοι.
- Βασίλης, του απαντώ.
- Και που μένεις, εκείνος εξακολουθεί.
- Πάνω στο λόφο, του λέω και τον κοιτώ στα μάτια.

Εκείνος χαμογέλασε κι άφησε να φάνουν τα χαλασμένα δόντια του. Μου λέει:

- Εγώ μένω στην απέναντι όχθη.  Είσαι λοιπόν εχθρός.

Και μου δίνει μια στο κεφάλι με το χέρι του, πού με πονάει ακόμα τώρα σαν το θυμηθώ.  Τον κοιτάζω έτοιμος να κλάψω.  Μα συγκρατιέμαι.  Αυτός σκάει στα γέλια και χάνεται.  Προς το παρόν.  Γιατί θα τον ξαναδώ: Εισπράκτορα, εκπαιδευτή στο στρατό, τηλεγραφητή, κλητήρα στο υπουργείο, αστυνόμο, μουσικό στην ορχήστρα, παπά στην ενορία, συγκάτοικο στην πολυκατοικία, γιατρό σε κρατικό νοσοκομείο και τέλος νεκροθάφτη, όταν πετύχει να με θάψει.

 

Η μορφή του τέρατος είναι πολύχρωμη.  Χιλιάδες φωτεινές επιγραφές με άθλια ονόματα καλλιτεχνών, συλλόγων και εταιριών αυτοκινήτων, στοιβάζονται στην οπτική περιοχή των περαστικών, πού επιζητούν να σπάσουν τα πολύχρωμα λαμπιόνια για να’ μπουν μέσα να προφυλλαχτούν από τις πόρνες, τα νοσοκομειακά αυτοκίνητα και τις για πάντα ασύλληπτες υπερηχητικές μοτοσυκλέτες. Προχτές, έτσι για κέφι, αναποδογύρισα μια λεωφόρο ασφαλτοστρωμένη, και την είδα πάνω μου, να ξετυλίγεται επικίνδυνα προς την απόλυτη ερημιά της θάλασσας.  Ζήτησα να επανέλθω στη ορθία μου στάση, επί της λεωφόρου, αλλά είχε ξημερώσει στο μεταξύ και η εφαρμογή του Οδικού μας Κώδικα δεν μου επέτρεπε την επαναφορά της λεωφόρου στην αρχική της θέση.  Έτσι, η μεν λεωφόρος παρέμεινε μετέωρος, κι εγώ, επέστρεψα στο σπίτι μου πεζή.

Το τέρας είχε αρχίσει να κυκλοφορεί.  Οι οδοκαθαριστές άρχιζαν την παράσταση τους με Σαίξπηρ, Σίλλερ και Αισχύλο, μια και ανήκουν δικαιωματικά στο υπουργείο Πολιτισμού. Χορός από τραβεστί, ψάλλει τα χορικά του Θεοδωράκη και αποσύρεται εις τάς μικράς οδούς, χορεύοντας συρτάκι.  Τουρίστες Γάλλοι, Άγγλοι κι Ελβετοί παρακολουθούν κι ανατριχιάζουν μπρος σ’ αυτό το παραδοσιακό μας μεγαλείο.  Και τρέχουνε στις Τράπεζες ν’ αλλάξουνε συνάλλαγμα.  Το τέρας γίνεται γελοίο και κυκλοφορεί ανενόχλητο από Ωδείο σε Ωδείο.  Η κλασική μας Μουσική γίνεται Μαγειρείο.  Κι όλος ό κόσμος απαιτεί επιδόματα ειδικά από το Δημόσιο Ταμείο.

Το ερώτημα περνάει απ’ τις ηλεκτρικές εφημερίδες της κεντρικής πλατείας.  Πώς θ’ αντιδράσουμε και πώς δε θα συμβιβαστούμε με το τέρας;



Θυμάστε τί έγινε στην «Ερωφίλη», από την προηγούμενη φορά.  Ο κόσμος της είχε για βασικές αξίες, το ήθος, την αλήθεια και την ομορφιά.  Κι έτσι, όταν παρουσιαζότανε ή μορφή ενός τέρατος, αναστάτωνε το κοινό αίσθημα, εκ βαθέων, και προκαλούσε απρόσμενη, άμεση και καθοριστική αντίδραση.  Μόλις ο Βασιλιάς έβγαλε τον μανδύα του μεγαλείου του και το προσωπείο του αγαθού αρχηγού πατέρα, κι εφάνη στο πρόσωπό του η μορφή του τέρατος, με τον διαμελισμό του Πανάρετου, ο Χορός, από γυναίκες, ορμά πάνω του, τον ποδοπατά, τον θανατώνει και τον εξαφανίζει.

Αυτό σημαίνει πώς ο χορός των γυναικών αυτών, και δεν φοβήθηκε, αλλά και πως δεν θα μπορούσε ποτέ να μοιάσει με το πρόσωπο του τέρατος.
 

Κυριακή, 30 Ιουλίου 1978
Μάνος Χατζιδάκις

«Τα σχόλια του τρίτου»
Εξάντας, σελ. 57-60


Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2012

Πιστεύω

          Πιστεύω,
          στην υγρασία της Νύχτας
          στ' αγάλματα που ταξιδεύουν μέρα - νύχτα, μες σε
δαπανηρές συσκευασίες
          και στα κλειστά παράθυρα, εργοστασίων που
απεργούν.
         
          Πιστεύω,
          στην λιτανεία των αυτοκινήτων
          στα νευρικά σφυρίγματα ενός εγκαταλελειμμένου
αστυφύλακα
          και στην οσμή από σελίδες άκοπες των σχολικών
βιβλίων,

          Πιστεύω,
          στις ποιητικές ανθολογίες
          στις διαφημίσεις ταυρομαχιών του '35
          και στα σημάδια του κορμιού σου, που φανερώ-
νουν έρωτα.  Τέλος.
         
          Πιστεύω,
          στον θάνατο της μνήμης
          και στην ανάσταση των επιθυμιών, εν μέσω ρόδων,
γιασεμιών και υακίνθων
          Και τούτο εγένετο,
          Αμήν.



"Ολίγα τινά περί παραδόσεως εθνικής, λαϊκής και μη"
Κυριακή, 20 Μαΐου 1979
από "Τα Σχόλια του Τρίτου", Εξάντας



Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2011

Η γέννηση του Χριστού και οι αμαρτίες των νεαρών μαθητών όταν παραβιάζουν τον Κ.Ο.Κ.


Ο μύθος των Χριστουγέννων κρατιέται με τη βία απ' τα παράθυρα και από τις πόρτες, κρεμασμένος σε πανύψηλα κι αφιλόξενα σύγχρονα σκυθρωπά κτίρια. Τον συντηρούν οι δραστηριότητες της αγοράς, τα συμφέροντα των εμπόρων, οι ανελεύθερες κυβερνήσεις - πλην ανατολικών - και οι ακόμη πιο ανελεύθερες θρησκευτικές οργανώσεις, τέλος οι αστοί και οι εργατικοί, πρόσφατοι μετανάστες στην αστική τάξη, που κατ' ουσίαν κυβερνάν τον κόσμο μας, και που επιθυμούν θρησκευτικές αιτιολογίες και παραδόσεις για διασκέδαση, απόλαυση κι αμεριμνησία.

 

Ούτε για τα παιδιά, δεν έμειναν τα σύμβολα ανέγγιχτα. Κι αυτά ακόμη προσπαθούν να ονειρεύονται μέσα από τις εφιαλτικές ειδικές εκπομπές της τηλεόρασης, κι απόνα σπίτι που τις μέρες αυτές, δεν έχει να προσθέσει κανένα αληθινό αγαθό, ούτε υποδομή για μια γενναία ονειροπόληση- ονειροπόληση ενός κόσμου ιδανικού, που να τον κυβερνάει ο Χριστός και οι Άγιοι του, με αρχηγό τον Αη Βασίλη. Ιδιαίτερα στον τόπο μας, τα Χριστούγεννα γίνανε μέρες συναλλαγής και αυτοϊκανοποίησης. Ευκαιρία για μια ευρωπαϊκή παράσταση. Αν είχαμε και λίγο περισσότερο χιόνι, ώ τότες τα πράγματα θάσαν καλλίτερα.

 

Η γέννηση του Χριστού παραμένει πια μια επέτειος άγονη και χωρίς αίσθημα. Έχει για πάντα ξεχαστεί το αποτέλεσμα αυτής της μοναδικής γέννησης, που φώτισε και θεμελίωσε τον κόσμο μας μοναδικά, με αίσθημα κι αγάπη.

Και η Αθήνα μας, σαν καπνιστό τσουκάλι οινομαγειρείου χωρίς φωτιά και θέρμανση, ζεί την αγιότητα των ημερών, σκυθρωπά, άχαρα και κουρασμένα.

Οι δρόμοι σκοτεινοί, για οικονομία βέβαια ηλεκτρισμού, αλλά φαντάζουν απείρως σκοτεινότεροι έτσι καθώς περιέχουν ολοένα και περισσότερο, αναίδεια, αναπηρία και ανανδρία. 

Η δυστυχία ολοφάνερη στα μάτια των γερόντων, που φεύγουν κάθε μέρα από κοντά μας θλιμμένοι κι απροστάτευτοι, γνωρίζοντας καλά πια πως γεννήσανε, λειψούς ανθρώπους και πολύ χιόνι, που ατέλειωτα θα τους σκεπάζει στους αιώνες.

Τα κάλαντα, τα δώρα και οι αγιασμοί, δεν πείθουνε κανένα ότι προσφέρουνε αγάπη και παράδοση. Μόνο τα πρόσωπα μερικών παιδιών και μερικών γριών που περιφέρονται θλιμμένες, είναι ό,τι διαθέτει ο κόσμος μας, για ν' αγαπάς τις μέρες τούτες.

 

Κι έτσι που ο μύθος των Χριστουγέννων έγινε δίσκος τουρισμού, ζωγραφική σε λαϊκή αγορά, σύνθημα αυτοκόλλητο σε πρακτορείο Προ-Πο, βγήκανε για σεργιάνι χιλιάδες αυτοκίνητα, να πουν τα κάλαντα τα εθνικά, τα θρησκευτικά και τα καταναλωτικά. Πόσο μας ξεκουράζει αυτό το ράντισμα πετρελαίου εις τας οδούς, για να στολίσουμε το σπίτι, για να φωτογραφίσουμε το στολισμένο κέντρο της πόλης, ν' αφήσουμε τα δώρα μας στους τροχονόμους αστυνομικούς και τέλος να επιστρέψουμε κατάκοποι την μεσημβρία σπίτι μας, για το απαραίτητο και παραδοσιακό γεύμα παραμονής.

Βγήκαν σεργιάνι τ' αυτοκίνητα, καβάλησαν με χάρη τα πεζοδρόμια, κι οι πεζοί τα καμαρώνουν μες από ζωγραφιστά παράθυρα που τους προφυλάσσουν από το κρύο κι από τις πιθανότητες κάποιου τροχαίου ανεπιθύμητου ατυχήματος.

Μα το τροχαίο ατύχημα περιέχεται ακόμη και στις άγιες τούτες μέρες, μέσα στο Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας. Καμιά δημόσια υπηρεσία δεν δύναται να συνθέσει δια λογαριασμόν ιδικό της ένα τροχαίο ατύχημα. Υπεύθυνη ως εκ τούτου δια τη τήρησιν του Κώδικος, είναι η Τροχαία.

Και συνέβη το εξής περίεργον φαινόμενον. Περίεργον και εις τα χρονικά των ατυχημάτων και εις τα χρονικά των μαθητικών εκδηλώσεων.

Οι μαθητές υπό την άμεσον επιρροήν των θρησκοπατριωτικών ομιλιών, που υποχρεώθηκαν ν' ακούσουν στα σχολεία από τους καθηγητές τους, εξήλθαν ανά τας οδούς άδοντες ασμάτια ειδικά δια την γέννησσιν του Ιησού, κοινώς τα κάλαντα. Και δίχως να το αντιληφθούν συνεκεντρώθησαν εις το κέντρον της πόλεως, την ίδια ακριβώς στιγμή που τα αυτοκίνητα έψαλαν κι αυτά με τη σειρά τους κάλαντα, με το δικό τους βέβαια τρόπο. Κορνάροντας επίμονα και θρησκευτικά. 

 

Και τραγουδούσαν οι μαθητές: Καλήν εσπέραν και σκοτεινιάζει ο ουρανός... άρχοντες, κι ανάβει κόκκινο φώς σ' όλα τα φανάρια κυκλοφορίας της πόλης κι ακινητούνε τα χιλιάδες αυτοκίνητα που ήσανε ξεχυμένα στους δρόμους... κι αν είναι ο ορισμός σας.... Τηλεφωνεί έξαλλος ο Διευθυντής της Τροχαίας στη ΔΕΗ, ρωτώντας να μάθει, γιατί δεν βγαίνει το πράσινο στα φανάρια κυκλοφορίας και παραμένει το κόκκινο έχοντας έτσι ακινητοποιήσει τ' αυτοκίνητα. Ο υπάλληλος της ΔΕΗ αναλαμβάνει ερευνήσει τη υπόθεση ...Χριστού τη Θεία Γέννηση. Οι μαθητές πανηγυρίζουν για τη άνεση με την οποία κυκλοφορούν ανάμεσα από τα σταματημένα αυτοκίνητα.... να πω στ' αρχοντικό σας...

Βγαίνουν από τα καταστήματα οι πωλητές και χειροκροτούν τους μαθητές, νομίζοντας πως μόνοι τους κατάφεραν ν' ακινητοποιήσουν τ' αυτοκίνητα. Στο μεταξύ ο υπάλληλος της ΔΕΗ, που ανέλαβε να ερευνήσει την υπόθεση, τηλεφωνεί στον Διευθυντή της Τροχαίας και τον πληροφορεί, πως η Τροχαία ξέχασε να πληρώσει τον λογαριασμό Δεκεμβρίου. Έξαλλος πάντα ο Διευθυντής της Τροχαίας, διενεργεί ανακρίσεις με τη σειρά του για το ποιός είναι υπεύθυνος αυτής της παραλείψεως.
 

Και τότε συνέβη το περίεργον. Τα αυτοκίνητα άρχισαν με αργό ρυθμό, να πετούν πάνω από τις κεφαλές των μαθητών, που αυτομάτως έπαψαν να τραγουδούν κι άρχισαν να καταγράφουν τους αριθμούς των ιπτάμενων αυτοκινήτων.

Η Διεύθυνσις της Τροχαίας μπρος στην κατάφωρη αυτή καταπάτηση του Κώδικος Οδικής Κυκλοφορίας, έδωσε εντολή για αυστηρές παρατηρήσεις προς τους υπευθύνους του φαινομένου. Και φυσικά οι παριστάμενοι, καθώς και οι οδηγοί των ιπτάμενων αυτοκινήτων, απέδωσαν το γεγονός εις τας αμαρτίας των νεαρών μαθητών, πράγμα ολίγον άδικον διότι εκτός από τα κάλαντα, δεν είχαν προφθάσει να διαπράξουν άλλην αμαρτίαν οι μαθητές.

Η επέμβασις όμως του ηρεμήσαντος στο μεταξύ Διευθυντή της Τροχαίας, έσωσε τα προσχήματα και δεν διασαλεύθηκε ούτε εκινδύνεψε η εμπιστοσύνη που οφείλουμε να έχουμε όλοι μας προς την μαθητιώσα νεολαία. Και απεδόθη το φαινόμενο εις οφθαλμαπάτην. Δηλαδή, τα αυτοκίνητα δεν ίπταντο, αλλά πληρωθέντος του λογαριασμού της Τροχαίας προς τη ΔΕΗ ελευθερώθηκε συγχρόνως το πράσινο σ' όλα τα φανάρια κυκλοφορίας και τα αυτοκίνητα σπεύδοντα να φύγουν από τις θέσεις που είχαν καθηλωθεί, ταυτοχρόνως, πέρασε το ένα πάνω στ' άλλο, χωρίς ευτυχώς κανένα σοβαρό ατύχημα.

Κατόπιν των δοθεισών εξηγήσεων οι μαθητές συνέχισαν ανενόχλητοι τα κάλαντα, οι τροχαίοι αστυνομικοί, ολίγον κουρασμένοι, την τήρησιν της οδικής τάξεως και η παραμονή των Χριστουγέννων υπήρξεν και πάλι υποδειγματική σε θρησκευτικότητα και τάξη.

 

Τη στιγμή αυτή ακριβώς, μου τηλεφώνησε ο Φεντερίκο Φελλίνι και μου ζητά την άδεια να γυρίσει σε ταινία τούτο το σχόλιο μου. Μόνο που θα αλλάξει λέει, τον τίτλο και θα ονομάσει την ταινία του "Ιπτάμενα αυτοκίνητα των Χριστουγέννων στη Αθήνα". 

Τον ευχαρίστησα και φυσικά τούδωσα την άδεια, μ' ένα κρυφό χαμόγελο. Γιατί δεν εκατάλαβε πόσο πολύ δικιά του υπήρξεν η ουσία του σχολίου μου. Δηλαδή, πόσο πολύ κι εγώ αμάρτησα, σαν μαθητής.



(Κυριακή, 24 Δεκεμβρίου 1978)




Μάνος Χατζιδάκις, από «Τα Σχόλια του Τρίτου». Εξάντας 1980-2007, Β’ μέρος, σελ. 101

«Τα Σχόλια του Τρίτου» γράφτηκαν από το Μάιο του 1978 έως τον Απρίλιο του 1980. Η έκδοση αυτή είναι η πρώτη τυπογραφημένη μορφή τους από το ραδιόφωνο.



Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2011

Τα τρία πρόσωπα





"Με τον Μίκη Θεοδωράκη -συνομήλικοι- ζήσαμε μιαν ίδια Ελλάδα, ιδιαίτερα απ’ την Απελευθέρωση και μετά. Η Ελλάδα αυτή είχε τρία πρόσωπα.

Το ένα αποτυπώθηκε στις ταινίες της Finos Film και το γνωρίζετε από την Τηλεόραση. Ανεπανάληπτη πνευματική φτώχεια, γελοιότητα σε προθέσεις και επιδιώξεις και επιθεωρησιακής υφής παρατήρηση στα κοινά. Καμιά σχέση με τις λαμπρές εξαιρέσεις εκείνου του καιρού.

Το άλλο πρόσωπο ήταν το επίσημο. Αστυνομοκρατία, ανελευθερία, ψευτοηθική και κομπασμός για μια Αρχαία Κληρονομιά, απ’ την οποία όμως δεν παρουσιάζουμε κανένα σύμπτωμα ή χαρακτηριστικό κληρονόμων.




Το τρίτο και αληθινό ίσαμ’ ένα σημείο, ήταν η ερωτική μας αλήθεια στις γειτονιές των Αθηνών και της Θεσσαλονίκης και οι εξαιρετικές πνευματικές μας φυσιογνωμίες, καταδιωκόμενες πότε από την Ασφάλεια και πότε από την κρατούσα επίσημη θέση κι άποψη. Οι κυβερνήσεις μας υπήρξαν πάντα αντιπνευματικές. Κείνο που κυριάρχησε, πέρα από κάθε βούληση των κυβερνώντων, ήταν μια διαφυγούσα ελευθερία στην ευαισθησία μας και στον προαιώνιο ερωτισμό μας.

Αυτά δεν ήταν δυνατόν να αστυνομευθούν ούτε να καθοδηγηθούν από τους παντοδύναμους δημοσιογραφικούς κονδυλοφόρους.

Αυτό το τρίτο ελληνικό πρόσωπο κείνου του καιρού μας έθρεψε, εμένα και τον Μίκη, εμένα στο Παγκράτι κι εκείνον εξόριστο στην Ικαρία, κι αυτό το πρόσωπο περιείχε η μουσική μας που ήδη είχε ποτιστεί απ’ τον Τσαρούχη, τον Μόραλη, τον Ελύτη, τον Γκάτσο, τον Ρίτσο και κάθε άξιο χλευαζόμενο των καιρών. Ίσαμε που ο τόπος μας απέκτησε τουριστική συνείδηση και γέμισαν τις δυο μεγάλες πόλεις μας τυχοδιώκτες της επαρχίας.

Η Αθήνα από πόλη εξακοσίων χιλιάδων έγινε πόλη τεσσάρων εκατομμυρίων. Οι δουλοπάροικοι αποκτήσανε δύναμη, πλούτο και μας επέβαλαν την αισθητική τους και τις πολιτικές τους προτιμήσεις. Αποκτήσανε πολιτικό κόμμα που μας κυβέρνησε μάλιστα οκτώ χρόνια, εφημερίδες με την άθλια όψη του περιεχομένου τους, γίναν ποδοσφαιρικοί παράγοντες, κάτοικοι φυλακών που συναλλάσσονται με τα υπουργικά γραφεία σε μια συνεχή πρωτοφανή εξάρτηση, ώσπου τέλος γεννήθηκε ο ναός της Σύγχρονης Ελλάδος που φιλοδοξεί να παραλάβει τα Ελγίνεια, ο γυάλινος πύργος Διογένη Παλλάς, ο ναός της Σύγχρονης Ελληνικής Τέχνης.




Καθώς αντιλαμβάνεσθε η “Ελληνική Αποκρηά” είναι γέννημα μιας περιθωριακής ευαισθησίας που έμελλε να σφραγίσει τον τόπο εδώ και 40 χρόνια, σε πείσμα των κρατούντων και των εμπόρων μες στην οποία υπάρχει το υπέροχο θέμα του σαξοφώνου που το έκλεψα συνειδητά για να γράψω το τραγούδι μου Το πέλαγο είναι βαθύ, πιστεύοντας όπως ο Στραβίνσκυ πως… “οι μεγάλοι κλέβουν ενώ οι μέτριοι μιμούνται”.

Οφείλω να ομολογήσω ότι κατέχομαι από ιδιαίτερη συγκίνηση που παρουσιάζω απόψε αυτό το έργο του Μίκη. Είναι ένα κομμάτι από τη ζωή μου."


Μάνος Χατζιδάκις
Ιωάννινα, 1992
Το κείμενο από εδώ


Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2011

Οδός Ονείρων (επίλογος)


Σαν σήμερα γεννήθηκε, σήμερα μας λείπει όσο ποτέ...



Εδώ τελειώνει η μουσική για την οδό ονείρων,
εδώ τελειώνουν τα όνειρα
που μου δανείσατε οι ίδιοι μια βραδυά
δίχως να το γνωρίζετε.





Τώρα είναι αργά,
κι όλοι οι φίλοι μου έχουν αποκοιμηθεί.
Εγώ αθεράπευτα πιστός σ’αυτόν τον δρόμο
θα ξαγρυπνήσω ως το πρωί
για να μαζέψω τα καινούρια όνειρα που θα γεννήσετε.

Να τα φυλάξω
και να σας τα ξαναδώσω μια άλλη φορά
πάλι σε μουσική...
Καληνύχτα





Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2011

Το τραγούδι μου


«Δεν είναι το τραγούδι μου απλοϊκό κι ευχάριστο σαν το τενεκεδένιο σήμα μιας πολιτικής παράταξης ή ενός αθλητικού συλλόγου. Δεν κολακεύει τις συνήθειές σας ούτε και διασκεδάζει την αμηχανία σας, την οικογενειακή σας πλήξη ή την ερωτική σας ανεπάρκεια».




«Δεν είναι το τραγούδι μου μονόφωνη αρτηρία ούτε μια πολυφωνική και λαϊκή υστερία. Είναι μια μυστική πηγή, μια στάση πρέπουσα και ηθική απέναντι στα ψεύδη του καιρού μας, ένα παιχνίδι ευφάνταστο μ' απρόβλεπτους κανόνες, μια μελωδία απρόσμενη που γίνεται δική σας, δεμένη αδιάσπαστα με άφθαρτες λέξεις ποιητικές και ξαναγεννημένες...».

M.X.



Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2011

America America

Στην Αθήνα όταν τελειώνει το καλοκαίρι είναι γιορτή. Και η νύχτα είναι πιο όμορφη κι από την πιο όμορφη γυναίκα. Μια τέτοια νύχτα, πάνω σε μια ταράτσα με πολύ κόσμο που μίλαγε και τραγουδούσε, ο Καζάν μου φώναξε από μακριά: “Θέλεις να γράψεις τη μουσική για το America, America;”


Κείνη την ώρα ακριβώς, η Ακρόπολη, χρωματισμένη σαν γλυκό συνοικιακού ζαχαροπλαστείου από το Ήχος και Φως, με Δωρικές τρομπέτες και Ιωνικές συγχορδίες, ετρόμαξε κι αυτόν κι εμένα, ενώ μια τρομερή φωνή μας υπενθύμιζε πως πριν τρεις χιλιάδες χρόνια οι Αθάνατοι Έλληνες φτιάξανε τον Αθάνατο Παρθενώνα… και η Ακρόπολη άλλαζε χρώματα από την ντροπή της.


Τη στιγμή που είπα στον Καζάν ότι δέχομαι, η Ακρόπολη είχε γίνει “πράσινη” από το κακό της και οι κιθάρες άρχισαν να παίζουν γλυκανάλατα τα Παιδιά του Πειραιά.
Ακούγοντάς το ο Καζάν, μου φώναξε αγαναχτισμένα πως δε θέλει στη μουσική που θα του φτιάξω μπουζούκια ή οτιδήποτε που να θυμίζει την άλλη “αθάνατη” δημιουργία το Ποτέ την Κυριακή.
“Συμφωνώ”, του απάντησα.


Κι έτσι άρχισε το πρόβλημα. Τι όργανα θα έπρεπε να χρησιμοποιήσω στη μουσική του America, America.  Αυτά έγιναν το 1962.  Μια άλλη νύχτα, στη Νέα Υόρκη του Σεπτέμβρη το 1963, βρήκα επιτέλους πως θα ταίριαζε πολύ στις αντιδράσεις του Σταύρου -του ήρωα της ταινίας- ένα σαντούρι, που να κυριαρχεί πάνω σ’ όλα τα άλλα όργανα.


Τι είναι το σαντούρι; Μια μπαγκέτα που χτυπά δυνατά πάνω σε μια γυμνή χορδή. Κάτι σαν τσέμπαλο. Τουλάχιστον έτσι το θέλησα εγώ.
Έντεκα νύχτες, καθόλου όμορφες, στην Αθήνα του Νοέμβρη του ίδιου χρόνου, έγραψα μες σ’ ένα στούντιο τέσσερις ενότητες μουσικής για το America, America σύμφωνα με τα αρχικά μου σχέδια. Για το χωριό, για την πόλη, για την αστική οικογένεια των Σινίκογλου και για το βαπόρι που ταξιδεύει για την Αμερική.


Μια άλλη νύχτα, στις 26 Οκτωβρίου του 1963, επιστρέφοντας στη ΝέαΥόρκη, χάνω τα αρχικά μου σχέδια με την τσάντα μου σ’ ένα ταξί. Μα ευτυχώς η μουσική μου είχε τελειώσει.
Και μια βροχερή νύχτα στο Figaro του Greenwich Village έγραψα αυτά τα λίγα λόγια, μαζί με την αγάπη μου για τον Καζάν και την ταινία του, που μου έδωσαν την ευκαιρία να γράψω αυτή τη μουσική.

Μ.Χ., 1963

(από την Οδό Πανός του Γιώργου Χρονά , τεύχος 123)

Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2011

Τι σημαίνει να ζείς σ'ένα όνειρο (i)

Ποτέ δεν πρόκειται να τελειώσει η ανθρώπινη περιπέτεια αλλά και η ανθρώπινη ευπιστία. Πάντα ο άνθρωπος θα πιστεύει πως τα όνειρά του θα δικαιωθούν. Αλλά και πάντα θα αγνοεί πως ο ίδιος καταστρέφει τα όνειρά του με το να ξυπνά κάθε πρωί. Κάθε πρωί κι όχι για πάντα, μια και μόνη φορά.


M.X.