Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ships. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ships. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 8 Απριλίου 2021

Στο ποτάμι



Με τον καιρό πέφταν τα φύλλα
γίνονταν βούκινα οι καρποί, τι σάλπιζαν
δίπλα μου το νερό-νερό
η πέτρα-πέτρα
δεν είχε μονοπάτι ο θάνατος. 


Ξάστερο το ποτάμι με λιγνά νερόφιδα
ίσκιοι πουλιών, χίλια τζιτζίκια.
Τι ‘ταν που σάλεψε! Χαλίκια στη συρμή
κι ο τρομαγμένος πετροκότσυφας.
Γύρισα για να δω, κανένας. 


Μόνο στην άκρη το νερό θολό,
σημάδια από θεόρατες πατούσες
κι οι πέτρες γύρω τους βρεγμένες. 


Πρόλαβα κι έκλεισα τ’ αυτιά
την ώρα που ‘σκαγε το γέλιο του.


Μιχάλης Γκανάς
Μαύρα Λιθάρια (1993)


Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2015

Στης γοργόνας το φτερό




Ώρες αργόσυρτες σαν φορτωμένα κάρα,
απ’ τα ηχεία ψιχαλίζει μια κιθάρα.
Φύτρωσαν κάκτοι και λωτοί στην κορδιλιέρα,
κι εσύ κλειστός σε μια καμπίνα φεύγεις πέρα.

Οι έρωτες σου καρυδότσουφλα στο κύμα,
μα στον ασύρματο καιρό δεν πέφτει σύρμα.
Ο τόπος σου σ’ ακολουθεί όπου κι αν πας,
σ’ ένα παιχνίδι για χαμένους ξενυχτάς.

Άστρο του Ωρίωνα, φεγγάρι του Τοξότη,
είπαν μια άγνωστη φωτιά σ’ έχει δεσμώτη.
Που δεν τη σβήνουν χίλια κολασμένα μπάρκα,
μα στης γοργόνας το φτερό η αιώνια τσάρκα.

Στον Ινδικό πλοία παλιά φουνταρισμένα,
ιθαγενείς μασάνε φύλλα ξεραμένα.
Και για μουσώνες σου μιλούν στο νότιο σέλας,
ναύτες που πέρασαν τα σύνορα της τρέλας.

Μια σούπα ο κόσμος και ο νους τρύπιο κουτάλι,
κι εσύ στης θάλασσας για πάντα την αγκάλη.
Δακρύζεις κήπους με παράξενα λουλούδια,
για μάτια πρόστυχα κεντάς άγια τραγούδια.

Κι εγώ που ξέχασα ποιος είμαι που πηγαίνω,
λαθρεπιβάτης σ’ ένα πλοίο παροπλισμένο.
Απόψε σ’ άκουσα να λες απ’ τα ηχεία,
για να χαράξεις μες στο πουθενά πορεία,
χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία.






Άλκης Αλκαίος

Τρίτη 8 Απριλίου 2014

Thalassa



Αυτά τα ωραία και μεγάλα καράβια, που λικνίζονται ανεπαίσθητα πάνω στα ήσυχα νερά, αυτά τα ρωμαλέα καράβια, με την άπραγη και νοσταλγική όψη, άραγε δεν μας λένε σε γλώσσα βουβή:

Πότε θα σαλπάρουμε για την ευτυχία;










Baudelaire
Στοχασμοί




Δευτέρα 7 Απριλίου 2014

Θύμηση



[...]

Η θύμηση αξίζει μονάχα όταν ξέρεις πως θα κινήσεις για καινούργιο ταξίδι.


 


Η χειρότερη άρνηση, η μεγαλύτερη απελπισία, είναι να φουντάρεις στον τόπο σου και να ζεις με τις αναμνήσεις.







Νίκος Καββαδίας
Βάρδια, 1954








Τετάρτη 2 Απριλίου 2014

Ως Έργον Ατελεύτητο



H μέθη των κυμάτων είναι μήνυμα

Που πάει ο ποντοπόρος στην καλή του

Γαλήνια νύχτα το βελούδο της σιγής

Mέσα στ' αστέρια που κυλούν στην πρύμη

Για το ταξείδι των ιστών για το ταξείδι των αρμάτων

Aρματωσιάς μιας σκούνας ηνιόχου

Tεθρίππου βαίνοντος προς την χαρά

καταυλισμών ατσίγγανων με κοριτσάκια

Πιο θελκτικά κι' από τα μάτια τους

Όταν σκιρτούν στην πάχνη της πρωίας.






Ανδρέας Εμπειρίκος




Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2013

Sales Terriens . . .



Η καμπίνα του ασυρμάτου βουίζει από τ’ ατμοσφαιρικά. Τα πνίγει μόνον η τσιμινιέρα που κλαίει. Δεν μπορείς να σταθείς από το θόρυβο και τη ζέστη.





Κάθεται μπροστά στο δέκτη, με τους αγκώνες ακουμπισμένους στο τραπέζι και τις παλάμες στα μάτια. Ο δέκτης μιλάει τη γλώσσα του. Ίσαμε είκοσι καράβια που δουλεύουν κι ακούγονται από πεντακόσια μίλια, οι σταθμοί στ’ ακρογιάλια.


 
 
de VJR …  XXX man overboard … approximate position …
please all ships in vicinity keep sharp look out.




Το ’γραψε στο ημερολόγιο. Χαμογέλασε πικρά. Keep sharp look out. Νύχτα και πούσι. Και μέρα να’ τανε, τρέχα γύρευε. Ψηλοκρεμαστός πήγε στο στόμα του καρχαρία. Η μοίρα του ναύτη. Ένας μας ακολούθησε από το Suez ίσαμε το Aden. Άλλος από το Aden ως το Colombo. Και τούτος που τώρα μας παραστέκει, για να μας αφήσει έξω από το Σαντούν, και πεινάει, μας διπλάρωσε στο Sabang.




«Και πώς το ξέρετε πως αλλάζουν από σκάλα σε σκάλα, μου ‘πε κοροϊδεύοντας ένας στεριανός. Τους ξεχωρίζετε από τη γραβάτα;»


Κακομοίρη… Όπως εσύ γνωρίζεις από μακριά το τραμ που θα σε ταξιδέψει στο σπίτι σου.




Νίκος Καββαδίας - Βάρδια
Μέρος Δεύτερο - Βάρδια 6η
"Sales Terriens . . ."  σελ. 98

 

Παρασκευή 18 Μαΐου 2012

Βάρδια 6η



« Λατρεύω τους γλάρους - μου’πε κάποτε ένα ωραίο κορίτσι.
- Περήφανα πουλιά. »

Τι λες, μωρή... Στεριανά σαν και σένα.  Τραβούν ανοιχτά για να φάνε.  Μόλις νιώσουνε καταιγίδα, κουρνιάζουνε στα λιμάνια.  Παίζει το δελφίνι με τις πλώρες. Τότε, σαλτάρουνε πολλοί μαζί, χυμάνε και του βγάνουν τα μάτια, το κομματιάζουνε και το τρώνε… Πουλιά του προλιμένα.




Ξέρω κάτι πετούμενα ίσα με το μικρό σου δάχτυλο, που τα βλέπεις στον ωκεανό και δεν καταδέχονται να ξεκουραστούν στο κατάρτι.  Ζαλίζομαι στη στεριά.  Το πιο δύσκολο ταξίδι, το πιο επικίνδυνο, το'καμα στην άσφαλτο, από το Σύνταγμα στην Ομόνοια.  Έχω ξεράσει στο Λίβανο, όπως οι στεριανοί σε μελτέμι.  Μας λυπάστε γιατί δεν έχουμε σπίτι, γιατί περπατάμε μ' ανοιχτά πόδια, γιατί φοράμε τσαλακωμένα πουκάμισα κι ασιδέρωτα ρούχα στο πόρτο.  Εγώ σας χαίρομαι.  Σίγουρο κρεβάτι, ήρεμος ύπνος.  Καφέ στο κομοδίνο κι εφημερίδες.  Εκδρομή το Σαββατοκύριακο με κεφτέδες.  Όμως δεν αλλάζω τη δουλειά μου με τη δική σας, ούτε για μια μέρα.


Νίκος Καββαδίας
Βάρδια, 1954
Μέρος Δεύτερο - Σελ. 99


Κυριακή 11 Μαρτίου 2012

Μονόγραμμα - vii




VII

Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί

απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα

με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή

Έχω ρίξει μες στ' άπατα μιαν ηχώ

να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ,

να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό

και μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο.





Οδυσσέας Ελύτης
Μονόγραμμα - 1971










Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2011

Πάρε με από το χέρι να μου δείξεις τον κόσμο

Anonimo XIV sec: Trionfo della Morte

Στην Εύα Δελή


Πάρε με από το χέρι να μου δείξεις τον κόσμο. Ο μεγάλος χάρτης σχισμένος. Η γεωγραφία χαμένη ανάμεσα σε άχρηστα βιβλία. Ο εξάντας δίχως φακούς. Τους βγάλαμε για ν' ανάψουμε τσιγάρα. Σπασμένο το παλινώριο. Η ρίγλα ζαβωμένη. Το βελόνι της πυξίδας τρελάθηκε και τρεκλίζει. Την μπαρκέτα την έκοψε κυνηγός, μπορεί και σκυλόψαρο. Μετζαρόλι; μα ο άμμος δεν βολεί να περάσει. Ας μετρήσουμε τον ήλιο με τα δάχτυλα. Ποιόν απ' όλους;




- Λίγη γαλέττα...
- Πάρε... γιατί φτύνεις;
- Νερό.
- Σώθηκε.
- Είπες πως για μένα θ' ανοίξεις την φλέβα σου.
- Δες. Την άνοιξα. Δεν τρέχει στάλα.
- Στεριά.  Νά τη.  Τρεις φοινικιές.
- Όχι.  Πέντε... Εφτά... Χίλιες.  Μήτε μισό μίλι. Κοντά.
- Δος μου τα κουπιά.
- Είναι σάπια.  Ολότελα.
- Τότε ας φτάσουμε κολυμπώντας.
- Κοίταξε το στόμα του σκύλου, πώς περιμένει.
- Ρίξε την γαλέττα. 
- Την ξερνά και την πετά πάλι απάνω μας.  Δε βλέπεις;   Στάσου να πέσω.  Θα χορτάσει. Θα προλάβεις να βγεις τη στεριά.  Φυσάει.  Είναι κόντρα.  Αλαργεύουμε.  Βρέχει.  Πιες.  Κοιμήσου, θα σε φυλάω.
- Κοιμάμαι.  Είναι καιρός που κοιμάμαι.
- Τι ωραία που είναι τα μαλλιά σου.  Άσε με να τα καθαρίσω από το αλάτι.
- Όχι.
- Γιατί γλιστράς από τα χέρια μου;  Που είσαι;  Έχω καινούργια tatoo να σου δείξω.  Μην ξυπνάς... Έτσι όπως είσαι, θα σε βάλω φιγούρα στην πλώρη... Κοριτσάκι.  Πιάσε με από το χέρι να μου δείξεις τον κόσμο.
- Δεν έχω χέρι.  Δεν υπάρχει κόσμος.


Νίκος Καββαδίας, Βάρδια, 1954
Μέρος 3ο, σελ. 149-150

Παρασκευή 27 Μαΐου 2011

Drydock

Ο κ.Ρήγας Καππάτος εξιστορεί μία από τις συναντήσεις του με τον Νίκο Καββαδία
Απόσπασμα από εδώ


Πήγαμε στο δωμάτιό του κι έβγαλε από μια ντουλάπα κάτι σαν τσάντα ή βαλιτσάκι, το έβαλε πάνω στο κρεβάτι και το άνοιξε. Είχε μέσα ένα σωρό ενθύμια και κυρίως φωτογραφίες καλλιτεχνικές, δικές του. 

“Πάρε ό,τι θέλεις”, μου λέει. 

Πήρα δύο φωτογραφίες που μου υπόγραψε αμέσως με πολύ θερμές, αδελφικές αφιερώσεις. Ενώ κοίταζα τα διάφορα αντικείμενα, το μάτι μου έπεσε σε μια μεγάλη κόλλα χαρτί που είχε ζωγραφισμένο ένα γυναικείο εφηβαίο.

- Εσύ το ζωγράφισες αυτό; του λέω.


- Όχι, μου απαντάει, ο Τσαρούχης.


- Από πότε άρχισε να ενδιαφέρεται για τέτοια πράματα ο Τσαρούχης, του λέω εγώ.


- Τον ταξιδεύαμε με το καράβι και με ρώτησε τί ήθελα να μου σκιτσάρει για να τον θυμάμαι. Επειδή αυτό που του ζήτησα μου είπε πως δεν το είχε δει ποτέ του, έδωσα δέκα δολλάρια σε μια Αμερικανιδούλα επιβάτισσα και ποζάρησε! 


Έτσι μου είπε χαμογελώντας ζαβολιάρικα.



  










Δευτέρα 16 Μαΐου 2011

"Nothing of interest to bring men ashore..."

Σού 'χει τύχει να φτάσεις στο μώλο και το καράβι σου νά 'χει φύγει για δέκα χιλιάδες μίλια ταξίδι, νά 'χει νυχτώσει, να πέφτει ομίχλη στο ποτάμι, νά 'σαι τρείς ώρες μακριά από το προξενείο σου;  Στην τσέπη ούτε μια πένα, το πακέτο αδειανό.  Είναι το πιο βαρύ θαλασσινό κρίμα.  Για χρόνια σε δείχνουνε με το δάχτυλο...

"Εκειός πού'χασε τότε το καράβι στην..."




Παραμονή Χριστούγεννα... Όσο μεθυσμένος νά 'σαι, ξεζαλίζεσαι στο μομέντο.  Κάθεσαι πάνω σε μια σιδερένια δέστρα και σκέφτεσαι.  Οι εργάτες σχολάνε και προσπερνούν αδιάφορα.  Βάνεις αυτί, μήπως ακούσεις τη γλώσσα του τόπου σου.  Βγαίνεις από τους ντόκους και τριγυρνάς στην εργατική συνοικία.  Βλέπεις τα φωτισμένα θαμπά τζάμια, τα δαντελένια κουρτινάκια.  Ανοίγει μια πόρτα και σε χτυπά η μυρουδιά του σπιτιού, της κουζίνας.  Η μάνα σου τούτη την ώρα βγάνει τους κουραμπιέδες και σε θυμάται.  Έχει κλάψει από νωρίς, μα το κρύβει.  Έχει δεί όνειρο κακό.  Καράβι κάτου απ' τα δέντρα.  "Πότε θα του ξαναπλύνω τα ρούχα..."  Τα λερωμένα, τ' άπλυτα, τα θαλασσοβρεγμένα...




Κάπου παίζει ένα πιάνο.  Ψάχνεις για τρίτη φορά τις τσέπες σου.  Στα πόδια σου γυαλίζει ένα σελίνι.  Σκύβεις.  Γελάστηκες.  Βρέχει.  Βρίσκεις ένα καταφύγιο του πρώτου πολέμου και μπαίνεις.  Βρωμάει, όμως είναι ζεστά.  Σκοντάφτεις πάνω σ' ανθρώπους που βλαστημάνε.  Αποκοιμιέσαι καθιστός χάμω.  Σηκώνεσαι μόλις φέξει.  Ένας που στρίβει τσιγάρο, σε κοιτάζει και βρίζει.  Βγαίνεις και χτυπάς τα πόδια σου.  Βρίσκεις μια γόπα βρεμένη... Πενήντα μέτρα πιο πέρα κυματίζει μια σημαία άσπρη και γαλάζια.


Νίκος Καββαδίας, Βάρδια, 1954