Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γκανάς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γκανάς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 8 Απριλίου 2021

Στο ποτάμι



Με τον καιρό πέφταν τα φύλλα
γίνονταν βούκινα οι καρποί, τι σάλπιζαν
δίπλα μου το νερό-νερό
η πέτρα-πέτρα
δεν είχε μονοπάτι ο θάνατος. 


Ξάστερο το ποτάμι με λιγνά νερόφιδα
ίσκιοι πουλιών, χίλια τζιτζίκια.
Τι ‘ταν που σάλεψε! Χαλίκια στη συρμή
κι ο τρομαγμένος πετροκότσυφας.
Γύρισα για να δω, κανένας. 


Μόνο στην άκρη το νερό θολό,
σημάδια από θεόρατες πατούσες
κι οι πέτρες γύρω τους βρεγμένες. 


Πρόλαβα κι έκλεισα τ’ αυτιά
την ώρα που ‘σκαγε το γέλιο του.


Μιχάλης Γκανάς
Μαύρα Λιθάρια (1993)


Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2017

Σούρουπο


Σούρουπο, σε γονυκλισία τα χρώματα

και πώς πεθαίνεις χωρίς το πράσινο εκ γενετής





Τα μάτια σου με τον κίτρινο λίβα,

καμένη σοδειά τα χρόνια που έζησα.

Ας φεύγει ο μικρός σκαντζόχοιρος, δε γλιτώνει

τ’ αγκάθια μεγαλώνουν ανάποδα.




Ήμερο βράδι

βελάζει σαν το χαμένο πρόβατο,

ζυγώνει στην πόλη κι αλλάζει προβιά,

σκύλος ή γάτα,

με την τρίχα ορθή

κάτω από τόσους τροχούς.








Τι γυρεύεις εδώ ψυχή τραυλή,

μακριά από τα βοσκοτόπια της πατρίδας.

Οι φίλοι πέφτουν από ψηλά μπαλκόνια

στο άσπρο μπαμπάκι που τους καταπίνει.






 



Μαύρα λιθάρια, 1980

Τετάρτη 22 Απριλίου 2015

Χριστός Ανέστη





Είχαμε πάρει το μονοπάτι για το σπίτι
θάλασσα ολούθε μπαμπακιά ο Απρίλης
κι όσο χωνόμαστε μες στα πλατάνια
τόσο σωπαίναν δε φυσούσε
μόνο που με κοιτάζαν από μέσα μου
νωπά τα μάτια της απ’ τα κεριά
και σφύριζα θυμάμαι το Χριστός Ανέστη.

Ο ουρανός που λίγο πριν αστροφορούσε
σ’ άσπρο σεντόνι γύριζε και σε βρεγμένο.

Δυο βήματα απ’ τη βρύση ο αδερφός της,
έσταζε το βρακί και το παγούρι του
―Χριστός Ανέστη, πώς περνάς, τι να περνούσε
κόντευε χρόνο πεθαμένος.
Γύρισε να μας δει κι έφεξε ο τόπος
σαν κάποιος να μας φωτογράφιζε τη νύχτα.







Μ.Γκανάς
Από τα "Μαύρα Λιθάρια"





Πέμπτη 1 Μαΐου 2014

Γυάλινα - vii


Τον ξέρω αυτό τον τόπο

ξαναπέρασα παιδί με το πουλάρι μου.

Έχουν αλλάξει όλα

κάτω απ' τον ίδιο ουρανό.



Ξαπλώνω στο ψηλό χορτάρι,

άνοιξη και βροχή, δεν κλαίω.

Ας ξαναπέσουν όλα

στην πράσινη βουβή αγκαλιά.

Γυρίζω μπρούμυτα κι ακούω

το καπάκι τ' ουρανού που κλείνει.



Σ' αυτή την κιβωτό

είμαι το είδος δίχως ταίρι.








Μιχάλης Γκανάς
Γυάλινα Γιάννενα


 

Τετάρτη 19 Μαρτίου 2014

Τι να μας πουν και οι ποιητές


[...]

Ντρέπομαι ακόμα όταν γράφω ένα ποίημα. Νιώθω ότι δεν είμαι μέσα στη φάρα μου. Νιώθω ότι μ’ αυτό θα νιώθει αμήχανος ο πατέρας μου. Σαν να ξεστράτισα. Σαν να προοριζόμουν γι’ αλλού κι αλλού να πήγα. Βέβαια, κανείς δεν αποδέχεται το γράψιμο. Ούτε οι αστοί ούτε οι μεγαλοαστοί. Θυμηθείτε πώς αντιμετώπιζαν τον Εμπειρίκο. Τους φοβούνται τους ανθρώπους που παρεκκλίνουν απ’ τις νόρμες.




Μ. Γκανάς


Σάββατο 27 Απριλίου 2013

Ομνύω



Ομνύω στην οδό τον μαρτυρίου.

Στις ακακίες που τη φράζουν

μη σωριαστεί στον ουρανό.

Σε κάθε ενσαρκωμένη τρυφερότητα

που κατοικεί σ’ αυτό το δρόμο

και πιο πολύ σε μια γυναίκα.

Στον τυχερό ψιλικατζή

που σίγουρα τη βλέπει κάθε μέρα

ανυποψίαστος γι’ αυτή την εύνοια

και για τα μαγικά τσιγάρα που πουλάει.

Στον αναθρώσκοντα καπνό τους

τη βλέπω να ’ρχεται κρατώντας τα κλειδιά

και ν’ ανεβαίνει στο μυαλό μου νωτιαία

με τον υδράργυρο του ασανσέρ.

Ομνύω στην οδό του μαρτυρίου.

Στις ακακίες που φυσάνε

ν’ αναληφθεί στους ουρανούς.



Έτσι αγιάζουνε οι δρόμοι τι νομίζεις

έτσι τιμούμε τις αγαπημένες.

Χωρίς αγάλματα και προτομές

μην καταθέτοντας ποτέ

τ’ ακάνθινα στεφάνια.

Εσταυρωμένοι σ’ όλες τις πλατείες

σαν λυπημένοι πολιούχοι.







Μιχάλης Γκανάς
Παραλογή - 1993


 

Κυριακή 3 Μαρτίου 2013

Υστερόγραφο σε μια ανάγνωση 2

 
με τον τρόπο της Κ.Δ.
 
 
 
Πίνοντας έρχεται η δίψα τι νομίζεις;
Πίνοντας πίκρες συνήθως μονορούφι
πίνοντας γλύκες με κουταλάκι του γλυκού
-γιατί ο φόβος του πνιγμού
φυλάει τα εύθυμα ανέκαθεν.
Πίνοντας το νερό της λησμονιάς.
(Ποιά βρύση να το κάνει;)
Πίνοντας τέλος τ' αμίλητο κρασί.
 
Άκου - τίποτε τόσο αμίλητο
όσο το μιλημένο.
Τόσο μουγγό κι ανόητο και ηττημένο
πως τά 'πε όλα τάχαμου
πως τά 'βγαλε από μέσα του
ενώ μπορεί να τά 'βγαλε απλώς απ'το μυαλό του.
 
 
 
 
 
 
Μιχάλης Γκανάς
Άψινθος
Μελάνι - 2012

 

Σάββατο 2 Μαρτίου 2013

Αυτοί παιδί μου δεν

 
 
Αυτοί παιδί μου δεν
δεν σου χαρίζουν ούτε τη νύστα τους
όλο δεν και δεν και δεν-
τρο δεν φύτεψαν τα χέρια τους
δεν χάιδεψαν σκυλί γατί πουλάκι πληγωμένο
γυναίκα άσχημη και στερημένη
αυτοί παιδί μου δεν
δεν δίνουν τ'Αγγέλου τους νερό
δεν άκουσαν ποτέ
ανάκουστο κιλαϊδισμό και λιποθυμισμένο
δεν έπιασαν με τα ρουθούνια τους
το άοσμο άνθος του θανάτου
 
 
 
 
δεν είδαν -κατάργησαν τα μάτια τους-
μια πιπεριά να γίνεται λιμπελούλα
αυτοί παιδί μου δεν
δεν ξέρουν ν'αγαπούν
ξέρουνε μόνο ν'απαιτούν
περισσότεραπερισσότεραπερισσότεραπερί-
που έτσι γράφεται το μέλλον μας.
 
 
 
 
 
Μιχάλης Γκανάς
Άψινθος
Χαμάμ, 1.3.2013
 
 
 

Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2012

Ομίχλη

 
 
Περνούν κοπάδια.  Περνούν λαγοί και λαβωμένα αγριογούρουνα.  Πέφτουν κοτσύφια από τα δέντρα. Ώρα μετά ξεσπούν οι ντουφεκιές.  Ακούγονται κουδούνια και βελάσματα.

Πέφτει ομίχλη σκεπάζει το βουνό.

Φέγγουν στις πέτρες καλογιάννοι.
 
 
 




Μιχάλης Γκανάς
Μαύρα Λιθάρια






Κυριακή 15 Ιουλίου 2012

Jasmine



Είναι φορές που χωρίς αφορμή,
κάτι γιορτάζει βαθιά στο κορμί,
και ξαναβλέπεις το φως,
σαν να 'σουν χρόνια τυφλός.
Κι ένας αέρας ζεστός
γιασεμιά φορτωμένος, φυσάει βουρκωμένος.

Είναι φορές που δεν ξέρω γιατί
κάτι νυχτώνει βαθιά και πενθεί
και δε σου κάνει κανείς
κι όπως γυρεύεις να βρεις
λίγο λευκό να πιαστείς
γιασεμί στο σκοτάδι, σαν άστρο ανάβει.

Είναι φορές που χωρίς αφορμή,
μέσα μου τρέμει μια ξένη φωνή,
που μου θυμίζει στιγμές
από παλιές μου ζωές
και ένας αέρας ζεστός
γιασεμιά φορτωμένος, φυσάει βουρκωμένος.

 





Μιχάλης Γκανάς





Παρασκευή 25 Μαΐου 2012

Παραλογή





Στέκεσαι πίσω από τα κάγκελα και δεν χορταίνω

να σε βλέπω. Φοβάμαι κάτι θα συμβεί και θα σε

χάσω. Γυάλινο μάτι-κάμερα παγώνει την εικόνα

αλλά στη θέση σου φυτρώνει κυπαρίσσι.

Φλεγόμενο χωρίς πουλιά.

Ο καταρράκτης του καπνού θροΐζει γεμίζοντας

αφρούς τον ουρανό κι είμαστε λέει στη Σκουφά και

δοκιμάζεις φούστες.

Σκύβω και σε φιλώ στο στόμα. Μαύρο κραγιόν

φορούσες βάφομαι μουδιάζουν σούρουπα τα χείλη ενώ

χαμογελάς αχνά και χάνεσαι ξανθιά και βουρκωμένη.

Εσύ δεν ήσουνα ποτέ ξανθιά.

Και ξύπνησα.





Μιχάλης Γκανάς
Παραλογή - 1993








Τετάρτη 18 Απριλίου 2012

Παραλογή




Κλείνομαι μες στο σώμα μου τις νύχτες

κυοφορώντας το δικό σου σώμα.

Μα πώς να πλάσω μέλη που ποθώ

που βλέπω μα δεν άγγιξα ποτέ μου.



Τυφλός κι από τα δυό μου χέρια.







Σε πλάθω λίγο λίγο κάθε νύχτα.

Έρχεται η μέρα και γκρεμίζομαι μαζί σου.




Ολόκληρη δεν θα σε δω ποτέ.

Ούτε θα σ'έχω.  Κάθε φορά

πρωτόπλαστα τα μέλη σου και σκόρπια.

Έγινα παντοδύναμος για χάρη σου

δεν έγινα θεός.

Τι να την κάνω τόση παντοδυναμία

όταν απαγορεύεται το θαύμα.







Μιχάλης Γκανάς, Παραλογή
Καστανιώτης, 1993



Τρίτη 17 Απριλίου 2012

Αμνησία





Η κάθε μέρα σαν τη γομολάστιχα

σβήνει την προηγούμενη και πάει.

Άλλοτε σβήνει την επόμενη,

καμιά φορά ολόκληρη βδομάδα.



Βροχές θυμάμαι και πουλιά

και ιστορίες που δεν έζησα ποτέ μου.


 


 
Τις νύχτες γράφεται το μέλλον μου,

τα φοβερά καθέκαστα της επομένης,

και πρέπει να ξυπνάω στις εφτά,

με την ψυχή στα δόντια να γυρίζω,

για να προλάβω τις παραγγελίες.



Χιόνια θυμάμαι και βουνά

και εξορίες που δεν έζησα ποτέ μου.


 


 
Λησμόνησα τους ίδιους τους γονείς μου,

πώς ήτανε και ποιοι και πόσοι.

Κοιτάζω γράμματα, φωτογραφίες,

δεν ξεχωρίζω ζωντανούς και πεθαμένους.

Γριές και γέροι και παιδιά,

μεσήλικες θλιμμένοι.


 


 
Μάτια θυμάμαι και φωνές,

πρόσωπα που δε γνώρισα ποτέ μου.







Μιχάλης Γκανάς
Γυάλινα Γιάννενα


 

Σάββατο 31 Μαρτίου 2012

Να με θυμάσαι


[...]


Να με θυμάσαι
-
βασιλικά να τρίβεις στις παλάμες σου για να θυμάσαι.

Να με θυμάσαι, και μη μου γράφεις.

Δε σκέφτεσαι εμένα όταν γράφεις
-
σκέφτεσαι αυτό που γράφεις
-
κι εγώ ζητάω μνήμη.

Πεινάω μνήμη και διψάω μνήμη.





Μιχάλης Γκανάς
απόσπασμα από την Παραλογή, σελ.27



Τρίτη 27 Μαρτίου 2012

Το τρένο των 9 και 10


Είν' η ώρα που περνά
το τραίνο των 9:10
σ' ένα βαγόνι μια γυναίκα
προς το παράθυρο γυρνάει.




Θαμπό το τζάμι απ' τα χνώτα
και βιαστικά το καθαρίζει
καθώς η μηχανή σφυρίζει
και χαμηλώνουμε τα φώτα.

 


Και βλέπει μέσα στο σκοτάδι
ένα σπιτάκι φωτισμένο
και της μορφής της το μαγνάδι.

 


Το σπίτι τρέχει ή το τραίνο
ή μήπως έτρεχε το βράδυ
προς το δικό της πεπρωμένο.



Μιχάλης Γκανάς
Δημήτρης Παπαδημητρίου



Δευτέρα 5 Μαρτίου 2012

Κάθεται απέναντί του

Κάθεται απέναντί του με το ένα πόδι πάνω στο άλλο και του αρέσουν όλα επάνω της εκτός από αυτή τη στάση. Πώς να το κάνουμε, κάποια πράγματα είναι μόνο για άντρες. Ανάμεσά τους και το ένα πόδι πάνω στο άλλο, το ζεϊμπέκικο και το φτύσιμο στο δρόμο.

Κακή, κάκιστη συνήθεια αλλά στους άντρες το συγχωρείς, είναι και αυτές οι εικόνες από τα γήπεδα, με τα κοντινά πλάνα των ποδοσφαιριστών που φτύνουν κάθε τόσο τον χλοοτάπητα, τον αντίπαλο, τον διαιτητή, εξοικειώνεσαι…

Φαντάζεσαι όμως μια γυναίκα να ρίχνει «τάληρα» στη Σκουφά, στην Τσιμισκή ή στον πεζόδρομο του Σεϊτάν Παζάρ, στην Πρέβεζα;

Υπάρχουν πράγματα μόνο για γυναίκες άλλωστε. Το τίναγμα της κεφαλής προς τα πίσω που έκανε μόλις, δίνοντας στα μαλλιά της ένα αιφνίδιο κυμάτισμα, ή ο τρόπος που τα στρώνει με τα δυο της χέρια αυτήν τη στιγμή, σα να παραμερίζει αόρατες μεν αλλά μεταξένιες κουρτίνες. Ναι, υπάρχουν και άντρες που κάνουν συχνά αυτήν τη χειρονομία. Ουδέν σχόλιον.


Είναι το πρώτο τους ραντεβού. Υπάρχει μια καταφανής αλλά ελεγχόμενη αμηχανία με πολλές κινήσεις από τη μεριά της, πολλά τσιγάρα από εκείνον, πολλά λόγια και πολλά χαμόγελα και από τους δύο· κι ύστερα καθόλου λόγια μόνο χαμόγελα, χαμόγελα και βλέμματα, με πολλά ερωτηματικά που αιωρούνται αναπάντητα πάνω από τον εσπρέσο του και το χυμό της.



Δεν πιάστηκε τόση ώρα να αλλάξει στάση; Δεν πρόλαβε να το σκεφτεί και το κάνει αμέσως. Δεν αλλάζει στάση όμως, αλλάζει πόδι. Και ξαφνικά τους πιάνει μια απίστευτη πολυλογία. Ακούει τη φωνή του αλλά δεν ακούει τα λόγια του, σχεδόν δεν καταλαβαίνει τι λέει καθώς την κοιτάζει πότε κατάματα (ωραία μάτια, υγρό βλέμμα) πότε προς τα πάνω (σγουρά κυματιστά μαλλιά) πότε στο καλογραμμένο της στόμα (να ταιριάζουν τα χνώτα τους, να κολλάει το σάλιο τους;) μιλάει και πέφτει κάθε τόσο σε «κενά σκέψης», φοβάται ότι θα του ξεφύγει κάτι ανάρμοστο, πρόστυχο, γιατί καθώς μιλάει εκείνη τώρα, και κάνει άθελά του ζούμ στο στόμα της, του φαίνεται ότι άλλα λέει, άλλα εννοεί και άλλα θέλει έτσι που ανοίγει, κλείνει, στρογγυλεύει, πλαταίνει, γλείφεται και…

- Σκάσε!



Μέχρι να της εξηγήσει ότι δεν το είπε σ’ εκείνη, είχε φύγει.


Μιχάλης Γκανάς, Γυναικών
Μελάνι, 2010


Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2012

Διαβάζει ένα βιβλίο



Διαβάζει ένα βιβλίο προσηλωμένη ψυχή τε και σώματι. Και τι σώματι!

Flocafé Aμαρουσίου εννέα και μισή το πρωί. Κάθε τόσο κάνει μια χειρονομία με τακτικότητα εκκρεμούς. Να 'ναι κάποιο μυγάκι που την ενοχλεί, ένας ανεπαίσθητος χαιρετισμός προς τον απέναντι νεαρό ή ένα άπαγε προς εμένα αφού, δεν μπορεί, θα 'χει πιάσει το βλέμμα μου πάνω της ερωτηματικό, θαυμαστικό, αποσιωπητικό.

Πάνω στην ώρα χτυπάει το κινητό της. Το σηκώνει και μιλάει ρώσικα, χειρονομώντας, σαν να τα γράφει στον αέρα. Ακούω, βλέπω, σωπαίνω κι ας μην καταλαβαίνω, μαγεμένος από την ενσαρκωμένη προσωδία της ομορφιάς της. Εύχομαι ποτέ να μην τελειώσει, μα κάποτε τελειώνει.

Ξαφνικά σηκώνει το ανοιχτό βιβλίο με το ένα χέρι στο ύψος του στήθους της και το κλείνει απότομα σαν μυγοπαγίδα. Το ανοίγει μετά προσεκτικά, φυσάει τη σελίδα και με κοιτάζει κατάματα. Χαμογελάω χαζά.

– Πούσκιν; τη ρωτάω.

– Πούσκιν, μου απαντάει.

– Ρωσίδα; της κάνω.

– Ουκρανή, διορθώνει.

Πουτάνα, σκέφτομαι.

– Όχι· ποιήτρια, μου λέει.

Και ξανακάνει την ίδια χειρονομία-μυγάκι, που τώρα μεταφράζω άπαγε αμέσως, σίγουρος πλέον ότι τόση ώρα διάβαζε τις σκέψεις μου.






Μιχάλης Γκανάς, Γυναικών
Μελάνι, 2010



Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2012

Το ξυπνητήρι έδειχνε 3 και 33 λεπτά



 Το ξυπνητήρι έδειχνε 3 και 33 λεπτά όταν χτύπησε το τηλέφωνο.


 - Εμπρός, είπα με μια φωνή όλο γρέζι.
 - Έλα, μου απάντησε μια γυναίκα ψιθυριστά, σαν να μιλούσε κρυφά δίπλα σε κάποιον που κοιμόταν.
 - Ποιος είναι; Ρώτησα.
 - Εγώ, είπε σιγά αλλά με ένταση. Νίκο, δεν αντέχω άλλο.
 - Δεν είμαι ο Νίκος, λάθος πήρατε κι ετοιμάστηκα να τι κλείσω.
 - Δεν είσαι ο Νίκος; Συγνώμη. Κι έβαλε τα κλάματα.

Τι κάνουμε τώρα… Την άκουγα να κλαίει πνιχτά. Έμπλεξα, είπα από μέσα μου και πήγα να κατεβάσω το ακουστικό, αλλά με πρόλαβε.

 - Μην το κλείνεις , σε παρακαλώ μην το κλείνεις. Έτσι, στον ενικό.
 - Τι συμβαίνει; Μπορώ να βοηθήσω;
 - Όχι, μου λέει, δεν μπορείς.
 - Τότε; Της λέω. Γιατί δεν προσπαθείτε να πάρετε τον Νίκο;
 - Μα αυτόν πήρα, και μου αραδιάζει έναν αριθμό που δεν ήμουν σίγουρος αν ήταν ο δικός μου, γιατί έχασα κάτι νούμερα έτσι που μιλούσε ψιθυριστά.
 - Δεν υπάρχει Νίκος εδώ, της λέω.
 - Εσύ ποιος είσαι;
 - Ο Σωτήρης. Εσείς;
 - Η Μαρία.
 - Έχετε κάνει λάθος, της λέω.
 - Ίσως, μου λέει. Μάλλον δηλαδή… Κλαίει και πάλι. Πνιχτά.

Μένουμε για λίγο έτσι, εγώ σιωπηλός κι εκείνη κλαίγοντας. Μ’ έχει αναστατώσει το κλάμα της, αλλά περισσότερο η φωνή της που φθάνει σ’ εμένα ψιθυριστή, σχεδόν οικεία, σαν να πρόκειται για μια καλή φίλη, παλιά ερωμένη ίσως, πολύ παλιά, που μου εμπιστεύεται κάτι μέσα στη νύχτα, έχοντας δίπλα τον άντρα της που κοιμάται τον ύπνο του δικαίου.

 - Είσαι μόνη; Της λέω.
 - Ναι, μου λέει.
 - Τότε γιατί μιλάς ψιθυριστά;
 - Για να μην ξυπνήσει το μωρό. (Παύση.)

Συγνώμη, μου λέει, για την ενόχληση. Και πριν κλείσει το τηλέφωνο την ακούω να φυσάει τη μύτη της.






Μιχάλης Γκανάς, Γυναικών
Μελάνι, 2010



Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2012

Σώ-σε-με


«Σώ-σε-με» λέει συλλαβιστά και άηχα, ενώ το κεφάλι της χάνεται κάτω από τα νερά για λίγο κι ύστερα ανεβαίνει με την ορμή αναδυομένης αργά και σταθερά, πρώτα ο χρυσός καταρράχτης των μαλλιών της, μετά ο μίσχος του λαιμού και οι χυτοί ώμοι που λάμπουν στο φώς της πρωίας και συνεχίζει την ανάδυση μέχρι να φανούν τα άγουρα στήθη και οι ρώγες της δυο ψημένοι κόκκοι καφέ.

Ξαναχάνεται στα νερά απότομα, σαν ένα αόρατο πόδι να της έκανε μια γερή πατητή. Μένουν για λίγο στον αέρα τα μεγάλα μάτια της έκπληκτα αλλά όχι φοβισμένα, ενώ το στόμα της συλλαβίζει χωρίς ήχο «σώ-σε-με», κι ύστερα από λίγο σκάει το κεφάλι της σαν τορπίλη ένα μέτρο πάνω από το νερό και χάνεται πάλι βίαια, σαν κάποιος να την τράβηξε με δύναμη από τα πόδια.

Η τρίτη φορά θα είναι και η μοιραία, μολονότι η ίδια δεν έχει καθόλου την αγωνία ενός ανθρώπου που πνίγεται, κοιτάζει μόνο με κάτι μάτια ανέκφραστα κάπου πίσω από μένα.

Περιμένω έναν αιώνα αλλά δεν ξαναβγαίνει στην επιφάνεια. Τα νερά κλείνουν και ησυχάζουν σιγά σιγά. Βρίσκομαι στη Λευκάδα, κάτω από το σπίτι του Σπύρου που μου κάνει νοήματα να βγώ από το νερό, με περιμένουν επάνω για τσίπουρα.

«Θα ήταν η Ξανθούλα του Σολωμού» σκέφτομαι.
«Κρίμα, πνίγηκε τελικά».

Ανεβαίνω στο σπίτι και τη βρίσκω μισοντυμένη, μισοπνιγμένη να σηκώνει το ποτήρι της στην υγειά μου.

- «Γνωρίζεστε;» με ρωτάει ο Σπύρος.
- «Παιδιόθεν» του λέω.





Μιχάλης Γκανάς, Γυναικών
Μελάνι, 2010