Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2012

Σώ-σε-με


«Σώ-σε-με» λέει συλλαβιστά και άηχα, ενώ το κεφάλι της χάνεται κάτω από τα νερά για λίγο κι ύστερα ανεβαίνει με την ορμή αναδυομένης αργά και σταθερά, πρώτα ο χρυσός καταρράχτης των μαλλιών της, μετά ο μίσχος του λαιμού και οι χυτοί ώμοι που λάμπουν στο φώς της πρωίας και συνεχίζει την ανάδυση μέχρι να φανούν τα άγουρα στήθη και οι ρώγες της δυο ψημένοι κόκκοι καφέ.

Ξαναχάνεται στα νερά απότομα, σαν ένα αόρατο πόδι να της έκανε μια γερή πατητή. Μένουν για λίγο στον αέρα τα μεγάλα μάτια της έκπληκτα αλλά όχι φοβισμένα, ενώ το στόμα της συλλαβίζει χωρίς ήχο «σώ-σε-με», κι ύστερα από λίγο σκάει το κεφάλι της σαν τορπίλη ένα μέτρο πάνω από το νερό και χάνεται πάλι βίαια, σαν κάποιος να την τράβηξε με δύναμη από τα πόδια.

Η τρίτη φορά θα είναι και η μοιραία, μολονότι η ίδια δεν έχει καθόλου την αγωνία ενός ανθρώπου που πνίγεται, κοιτάζει μόνο με κάτι μάτια ανέκφραστα κάπου πίσω από μένα.

Περιμένω έναν αιώνα αλλά δεν ξαναβγαίνει στην επιφάνεια. Τα νερά κλείνουν και ησυχάζουν σιγά σιγά. Βρίσκομαι στη Λευκάδα, κάτω από το σπίτι του Σπύρου που μου κάνει νοήματα να βγώ από το νερό, με περιμένουν επάνω για τσίπουρα.

«Θα ήταν η Ξανθούλα του Σολωμού» σκέφτομαι.
«Κρίμα, πνίγηκε τελικά».

Ανεβαίνω στο σπίτι και τη βρίσκω μισοντυμένη, μισοπνιγμένη να σηκώνει το ποτήρι της στην υγειά μου.

- «Γνωρίζεστε;» με ρωτάει ο Σπύρος.
- «Παιδιόθεν» του λέω.





Μιχάλης Γκανάς, Γυναικών
Μελάνι, 2010

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου