Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2011

Δίπτυχο - ii

στη Ζυράννα Ζατέλη


Χώρισαν και χαθήκανε
στην ίδια γειτονιά, στους ίδιους δρόμους.
Εκείνη γύριζε και γύρευε
σ’ άλλα κορμιά τη μουσική του.
Απελπίστηκε, παντρεύτηκε μια μέρα.

Τον ξέχασε κι αυτόν και το κορμί της,
έγινε σύζυγος, μητέρα,
πρώτη ξαδέλφη όλων των απελπισμένων.
Τους βλέπει κάθε βράδυ στην tv.
Αδύνατον να πάει στο κρεβάτι
ώσπου να πέσουν χιόνια στην οθόνη.
Τη γαληνεύει αυτό το άσπρο - ένα τίποτε -
κι έτσι την παίρνει ο ύπνος.


Αλλού βλασταίνουν σώματα καινούργια,
δίνουνε όρκους κι επιμένουν στην αγάπη.
Tην απελπίζει τόση ελπίδα.

Τα Σάββατα πρωί πρωί στη λαϊκή,
κόκκινα μήλα, πράσινα μαρούλια
και σέλινα με τα μαλλιά λυμένα.
Η φύση, μπόλικη και χύμα, της διδάσκει
πως δεν πεθαίνουνε τα μήλα από λύπη.
Και αναβάλλει μέχρι το άλλο Σάββατο.



Μιχάλης Γκανάς, Γυάλινα Γιάννενα
Καστανιώτης 1989

Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2011

Τί έπαιξα στο Λαύριο

Δεν ξέρω τι να παίξω στα παιδιά
στην αγορά, στο Λαύριο
Είμαι μεγάλος, με τιράντες και γυαλιά
κι όλο φοβάμαι το αύριο


Πώς να κρυφτείς απ' τα παιδιά;
Έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα.
Και μας κοιτάζουν με μάτια σαν κι αυτά
όταν ξυπνούν στις δύο η ώρα


Ζούμε μέσα σ' ένα όνειρο που τρίζει
σαν το ξύλινο ποδάρι της γιαγιάς μας
μα ο χρόνος ο αληθινός
σαν μικρό παιδί είναι εξόριστος
μα ο χρόνος ο αληθινός
είναι ο γιος μας ο μεγάλος κι ο μικρός

Δεν ξέρω τι να παίξω στα παιδιά
μα ούτε και στους μεγάλους
πάει καιρός που έχω μάθει ξαφνικά
πως είμαι ασχημοπαπαγάλος

Πώς να τα κρύψεις όλα αυτά;
Έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλοι.
Και σε κοιτάζουν με μάτια σαν κι αυτά
όταν γυρνάς μέσα στην πόλη

Ζούμε μέσα σ' ένα όνειρο που τρίζει
σαν το ξύλινο ποδάρι της γιαγιάς μας
μα ο χρόνος ο αληθινός
σαν μικρό παιδί είναι εξόριστος
μα ο χρόνος ο αληθινός
είναι ο γιος μας ο μεγάλος κι ο μικρός





Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2011

Τα τρία πρόσωπα





"Με τον Μίκη Θεοδωράκη -συνομήλικοι- ζήσαμε μιαν ίδια Ελλάδα, ιδιαίτερα απ’ την Απελευθέρωση και μετά. Η Ελλάδα αυτή είχε τρία πρόσωπα.

Το ένα αποτυπώθηκε στις ταινίες της Finos Film και το γνωρίζετε από την Τηλεόραση. Ανεπανάληπτη πνευματική φτώχεια, γελοιότητα σε προθέσεις και επιδιώξεις και επιθεωρησιακής υφής παρατήρηση στα κοινά. Καμιά σχέση με τις λαμπρές εξαιρέσεις εκείνου του καιρού.

Το άλλο πρόσωπο ήταν το επίσημο. Αστυνομοκρατία, ανελευθερία, ψευτοηθική και κομπασμός για μια Αρχαία Κληρονομιά, απ’ την οποία όμως δεν παρουσιάζουμε κανένα σύμπτωμα ή χαρακτηριστικό κληρονόμων.




Το τρίτο και αληθινό ίσαμ’ ένα σημείο, ήταν η ερωτική μας αλήθεια στις γειτονιές των Αθηνών και της Θεσσαλονίκης και οι εξαιρετικές πνευματικές μας φυσιογνωμίες, καταδιωκόμενες πότε από την Ασφάλεια και πότε από την κρατούσα επίσημη θέση κι άποψη. Οι κυβερνήσεις μας υπήρξαν πάντα αντιπνευματικές. Κείνο που κυριάρχησε, πέρα από κάθε βούληση των κυβερνώντων, ήταν μια διαφυγούσα ελευθερία στην ευαισθησία μας και στον προαιώνιο ερωτισμό μας.

Αυτά δεν ήταν δυνατόν να αστυνομευθούν ούτε να καθοδηγηθούν από τους παντοδύναμους δημοσιογραφικούς κονδυλοφόρους.

Αυτό το τρίτο ελληνικό πρόσωπο κείνου του καιρού μας έθρεψε, εμένα και τον Μίκη, εμένα στο Παγκράτι κι εκείνον εξόριστο στην Ικαρία, κι αυτό το πρόσωπο περιείχε η μουσική μας που ήδη είχε ποτιστεί απ’ τον Τσαρούχη, τον Μόραλη, τον Ελύτη, τον Γκάτσο, τον Ρίτσο και κάθε άξιο χλευαζόμενο των καιρών. Ίσαμε που ο τόπος μας απέκτησε τουριστική συνείδηση και γέμισαν τις δυο μεγάλες πόλεις μας τυχοδιώκτες της επαρχίας.

Η Αθήνα από πόλη εξακοσίων χιλιάδων έγινε πόλη τεσσάρων εκατομμυρίων. Οι δουλοπάροικοι αποκτήσανε δύναμη, πλούτο και μας επέβαλαν την αισθητική τους και τις πολιτικές τους προτιμήσεις. Αποκτήσανε πολιτικό κόμμα που μας κυβέρνησε μάλιστα οκτώ χρόνια, εφημερίδες με την άθλια όψη του περιεχομένου τους, γίναν ποδοσφαιρικοί παράγοντες, κάτοικοι φυλακών που συναλλάσσονται με τα υπουργικά γραφεία σε μια συνεχή πρωτοφανή εξάρτηση, ώσπου τέλος γεννήθηκε ο ναός της Σύγχρονης Ελλάδος που φιλοδοξεί να παραλάβει τα Ελγίνεια, ο γυάλινος πύργος Διογένη Παλλάς, ο ναός της Σύγχρονης Ελληνικής Τέχνης.




Καθώς αντιλαμβάνεσθε η “Ελληνική Αποκρηά” είναι γέννημα μιας περιθωριακής ευαισθησίας που έμελλε να σφραγίσει τον τόπο εδώ και 40 χρόνια, σε πείσμα των κρατούντων και των εμπόρων μες στην οποία υπάρχει το υπέροχο θέμα του σαξοφώνου που το έκλεψα συνειδητά για να γράψω το τραγούδι μου Το πέλαγο είναι βαθύ, πιστεύοντας όπως ο Στραβίνσκυ πως… “οι μεγάλοι κλέβουν ενώ οι μέτριοι μιμούνται”.

Οφείλω να ομολογήσω ότι κατέχομαι από ιδιαίτερη συγκίνηση που παρουσιάζω απόψε αυτό το έργο του Μίκη. Είναι ένα κομμάτι από τη ζωή μου."


Μάνος Χατζιδάκις
Ιωάννινα, 1992
Το κείμενο από εδώ


Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2011

Καφέ για τον πιλότο


Τον καλύτερο καφέ στη ζωή μου τον ήπια στη Μόκα. Το κα­λύτερο τσάι στο Colombo. ΄Οταν ζήτησα τρίτο κύπελλο του Ινδού πού σερβίριζε, θύμωσε.

« Θέλεις λοιπόν να χάσεις ό ,τι κέρδισες ; » μου’ πε.

Ο χειρότερος καφές πού πήγα ποτέ στη μάνα μου ήταν αγορασμένος από τη Μόκα. Το χειρότερο τσάι πού αγόρασα ήταν στο Colombo. Από τα ίδια μαγαζιά πού είχα πιει.




Νίκος Καββαδίας, Βάρδια, 1954
Μέρος 3ο, σελ.175


Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011

Γενέθλια γή


Δεν νοσταλγώ κανέναν "χαμένο παράδεισο". Μάλλον προσπαθώ να αποφύγω μια "υπαρκτή κόλαση". Γι' αυτό καταφεύγω στα Γιάννενα, που έχουν ελάχιστη σχέση με τη γνωστή πόλη της Ηπείρου.




Τα δικά μου Γιάννενα είναι φανταστικά. Αποτελούν το σκηνικό μιας δράσης, που εκτυλίσσεται εκτός τόπου και χρόνου ή σε κάθε τόπο και χρόνο. Όσο για την παιδική ηλικία νομίζω ότι είναι η καταποντισμένη Ατλαντίδα του καθενός μας. Μια ήπειρος δηλαδή, που ενώ κάποτε είχε συγκεκριμένο γεωγραφικό στίγμα, βρίσκεται ξαφνικά εκτός σχεδίου μνήμης, αυθαίρετη δηλαδή, και αντί να κατεδαφιστεί, καταποντίζεται. Η παιδική ηλικία είναι ο πραγματικός γενέθλιος τόπος μας. Από εκεί ερχόμαστε συνεχώς




Μιχάλης Γκανάς, 1991


Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2011

Εσύ δεν θα πεθάνεις





– Εσύ δεν θα πεθάνεις.
– Μάζεψε τη φωτιά.
– Πεθαίνουν οι μανάδες; Δεν πεθαίνουν.
– Όχι. Κοίταξε μην καείς.
– Κι η μάνα του Νικόλα γιατί πέθανε;
– Ήταν άρρωστη πόναγε η καημένη. 
 

 – Κι εσένα που σε πόναγε το δόντι;
– Άλλο το δόντι. Δεν πέθανε κανένας από δόντι.
   Σύρε να παίξεις.
– Δε θέλω. Θέλω να μην πεθάνεις.
– Μπα σε καλό σου. Φέρε μου το σινί.
– Η γιαγιά όμως θα πεθάνει.
– Θα ’σαι μεγάλος τότε μη φοβάσαι.

 

– Πόσο μεγάλος θα ’μαι;
– Άντρας. Θα ’χεις γυναίκα και παιδιά.
   Μπορεί κι αγγόνια.
– Κι εσύ πώς θα ’σαι τότε;
– Σαν τη γιαγιά. Γριούλα.
– Σαν τη γιαγιά; Φαφούτα μ’ ένα μάτι…
   Εσύ δεν θα ’σαι έτσι. Κι ούτε θα πεθάνεις.
   Θα πεθάνεις;
– Όχι δεν θα πεθάνω. Φέρε τη γάστρα. 

 

– Άμα πεθάνεις θα πεθάνω να το ξέρεις.
– Κούφια η ώρα. Μη λες τέτοιες κουβέντες.
– Άμα πεθάνεις θα πεθάνω. Μ’ ακούς;
    Σ’ ακούω... ψεύτη...
   Ούτε αυτά που μου ’ταξες παιδί δεν κράτησες...



Μιχάλης Γκανάς, Παραλογή
Καστανιώτης 1993

Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2011

Εσωτερικές ειδήσεις


Σ' αυτό τον τόπο δε βρίσκω εύκολα το Νότο
να ξέρω από πού φυσάει
ούτε τη Δύση σαν θεία να με νουθετήσει
τα 'χω χαμένα και στροβιλίζομαι σαν σβούρα
μες το κενό και τη θολούρα σ' αυτό τον τόπο




Μιχάλης Γκανάς