Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2012

Πιστεύω

          Πιστεύω,
          στην υγρασία της Νύχτας
          στ' αγάλματα που ταξιδεύουν μέρα - νύχτα, μες σε
δαπανηρές συσκευασίες
          και στα κλειστά παράθυρα, εργοστασίων που
απεργούν.
         
          Πιστεύω,
          στην λιτανεία των αυτοκινήτων
          στα νευρικά σφυρίγματα ενός εγκαταλελειμμένου
αστυφύλακα
          και στην οσμή από σελίδες άκοπες των σχολικών
βιβλίων,

          Πιστεύω,
          στις ποιητικές ανθολογίες
          στις διαφημίσεις ταυρομαχιών του '35
          και στα σημάδια του κορμιού σου, που φανερώ-
νουν έρωτα.  Τέλος.
         
          Πιστεύω,
          στον θάνατο της μνήμης
          και στην ανάσταση των επιθυμιών, εν μέσω ρόδων,
γιασεμιών και υακίνθων
          Και τούτο εγένετο,
          Αμήν.



"Ολίγα τινά περί παραδόσεως εθνικής, λαϊκής και μη"
Κυριακή, 20 Μαΐου 1979
από "Τα Σχόλια του Τρίτου", Εξάντας



Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2012

Διαβάζει ένα βιβλίο



Διαβάζει ένα βιβλίο προσηλωμένη ψυχή τε και σώματι. Και τι σώματι!

Flocafé Aμαρουσίου εννέα και μισή το πρωί. Κάθε τόσο κάνει μια χειρονομία με τακτικότητα εκκρεμούς. Να 'ναι κάποιο μυγάκι που την ενοχλεί, ένας ανεπαίσθητος χαιρετισμός προς τον απέναντι νεαρό ή ένα άπαγε προς εμένα αφού, δεν μπορεί, θα 'χει πιάσει το βλέμμα μου πάνω της ερωτηματικό, θαυμαστικό, αποσιωπητικό.

Πάνω στην ώρα χτυπάει το κινητό της. Το σηκώνει και μιλάει ρώσικα, χειρονομώντας, σαν να τα γράφει στον αέρα. Ακούω, βλέπω, σωπαίνω κι ας μην καταλαβαίνω, μαγεμένος από την ενσαρκωμένη προσωδία της ομορφιάς της. Εύχομαι ποτέ να μην τελειώσει, μα κάποτε τελειώνει.

Ξαφνικά σηκώνει το ανοιχτό βιβλίο με το ένα χέρι στο ύψος του στήθους της και το κλείνει απότομα σαν μυγοπαγίδα. Το ανοίγει μετά προσεκτικά, φυσάει τη σελίδα και με κοιτάζει κατάματα. Χαμογελάω χαζά.

– Πούσκιν; τη ρωτάω.

– Πούσκιν, μου απαντάει.

– Ρωσίδα; της κάνω.

– Ουκρανή, διορθώνει.

Πουτάνα, σκέφτομαι.

– Όχι· ποιήτρια, μου λέει.

Και ξανακάνει την ίδια χειρονομία-μυγάκι, που τώρα μεταφράζω άπαγε αμέσως, σίγουρος πλέον ότι τόση ώρα διάβαζε τις σκέψεις μου.






Μιχάλης Γκανάς, Γυναικών
Μελάνι, 2010



Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2012

T' όνειρο είναι που μαγεύει


Να ονειρεύομαι απ' το παράθυρο να ταξιδεύω
να μπαίνω μέσα σου να καταστρέφομαι και να πεθαίνω
Η σωτηρία μου είναι ο θάνατος και το κορμί σου
να μπαίνω μέσα σου να καταστρέφομαι και να πεθαίνω

Να ονειρεύομαι απ' το παράθυρο να ταξιδεύω
σ' ένα πλατύ γιαλό στην εγκατάλειψη λευκού χειμώνα
Να αγγίζω το βυθό και να ξοδεύομαι γιατί το θέλω
σ' ένα πλατύ γιαλό στην εγκατάλειψη λευκού χειμώνα

Να ονειρεύομαι απ' το παράθυρο να ταξιδεύω




 Η γύμνια λάμπει με του λευκού τη λάμψη
μαγεύει το θάνατο με το λευκό
απουσία κι όλα τίποτα, δαπάνη, γύμνια...

Να ονειρεύομαι απ' το παράθυρο να ταξιδεύω
με τον έρωτα γύρω και το θάνατο κάτω απ' τα μάτια

Ξόδεμα συνέχεια δεν υπάρχουν μάσκες
τ' όνειρο είναι που μαγεύει

Ανοίγω.....  ξημερώνει.....






Δημήτρης Λάγιος
από την "Ερωτική Πρόβα"

Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2012

Το ξυπνητήρι έδειχνε 3 και 33 λεπτά



 Το ξυπνητήρι έδειχνε 3 και 33 λεπτά όταν χτύπησε το τηλέφωνο.


 - Εμπρός, είπα με μια φωνή όλο γρέζι.
 - Έλα, μου απάντησε μια γυναίκα ψιθυριστά, σαν να μιλούσε κρυφά δίπλα σε κάποιον που κοιμόταν.
 - Ποιος είναι; Ρώτησα.
 - Εγώ, είπε σιγά αλλά με ένταση. Νίκο, δεν αντέχω άλλο.
 - Δεν είμαι ο Νίκος, λάθος πήρατε κι ετοιμάστηκα να τι κλείσω.
 - Δεν είσαι ο Νίκος; Συγνώμη. Κι έβαλε τα κλάματα.

Τι κάνουμε τώρα… Την άκουγα να κλαίει πνιχτά. Έμπλεξα, είπα από μέσα μου και πήγα να κατεβάσω το ακουστικό, αλλά με πρόλαβε.

 - Μην το κλείνεις , σε παρακαλώ μην το κλείνεις. Έτσι, στον ενικό.
 - Τι συμβαίνει; Μπορώ να βοηθήσω;
 - Όχι, μου λέει, δεν μπορείς.
 - Τότε; Της λέω. Γιατί δεν προσπαθείτε να πάρετε τον Νίκο;
 - Μα αυτόν πήρα, και μου αραδιάζει έναν αριθμό που δεν ήμουν σίγουρος αν ήταν ο δικός μου, γιατί έχασα κάτι νούμερα έτσι που μιλούσε ψιθυριστά.
 - Δεν υπάρχει Νίκος εδώ, της λέω.
 - Εσύ ποιος είσαι;
 - Ο Σωτήρης. Εσείς;
 - Η Μαρία.
 - Έχετε κάνει λάθος, της λέω.
 - Ίσως, μου λέει. Μάλλον δηλαδή… Κλαίει και πάλι. Πνιχτά.

Μένουμε για λίγο έτσι, εγώ σιωπηλός κι εκείνη κλαίγοντας. Μ’ έχει αναστατώσει το κλάμα της, αλλά περισσότερο η φωνή της που φθάνει σ’ εμένα ψιθυριστή, σχεδόν οικεία, σαν να πρόκειται για μια καλή φίλη, παλιά ερωμένη ίσως, πολύ παλιά, που μου εμπιστεύεται κάτι μέσα στη νύχτα, έχοντας δίπλα τον άντρα της που κοιμάται τον ύπνο του δικαίου.

 - Είσαι μόνη; Της λέω.
 - Ναι, μου λέει.
 - Τότε γιατί μιλάς ψιθυριστά;
 - Για να μην ξυπνήσει το μωρό. (Παύση.)

Συγνώμη, μου λέει, για την ενόχληση. Και πριν κλείσει το τηλέφωνο την ακούω να φυσάει τη μύτη της.






Μιχάλης Γκανάς, Γυναικών
Μελάνι, 2010



Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2012

Σώ-σε-με


«Σώ-σε-με» λέει συλλαβιστά και άηχα, ενώ το κεφάλι της χάνεται κάτω από τα νερά για λίγο κι ύστερα ανεβαίνει με την ορμή αναδυομένης αργά και σταθερά, πρώτα ο χρυσός καταρράχτης των μαλλιών της, μετά ο μίσχος του λαιμού και οι χυτοί ώμοι που λάμπουν στο φώς της πρωίας και συνεχίζει την ανάδυση μέχρι να φανούν τα άγουρα στήθη και οι ρώγες της δυο ψημένοι κόκκοι καφέ.

Ξαναχάνεται στα νερά απότομα, σαν ένα αόρατο πόδι να της έκανε μια γερή πατητή. Μένουν για λίγο στον αέρα τα μεγάλα μάτια της έκπληκτα αλλά όχι φοβισμένα, ενώ το στόμα της συλλαβίζει χωρίς ήχο «σώ-σε-με», κι ύστερα από λίγο σκάει το κεφάλι της σαν τορπίλη ένα μέτρο πάνω από το νερό και χάνεται πάλι βίαια, σαν κάποιος να την τράβηξε με δύναμη από τα πόδια.

Η τρίτη φορά θα είναι και η μοιραία, μολονότι η ίδια δεν έχει καθόλου την αγωνία ενός ανθρώπου που πνίγεται, κοιτάζει μόνο με κάτι μάτια ανέκφραστα κάπου πίσω από μένα.

Περιμένω έναν αιώνα αλλά δεν ξαναβγαίνει στην επιφάνεια. Τα νερά κλείνουν και ησυχάζουν σιγά σιγά. Βρίσκομαι στη Λευκάδα, κάτω από το σπίτι του Σπύρου που μου κάνει νοήματα να βγώ από το νερό, με περιμένουν επάνω για τσίπουρα.

«Θα ήταν η Ξανθούλα του Σολωμού» σκέφτομαι.
«Κρίμα, πνίγηκε τελικά».

Ανεβαίνω στο σπίτι και τη βρίσκω μισοντυμένη, μισοπνιγμένη να σηκώνει το ποτήρι της στην υγειά μου.

- «Γνωρίζεστε;» με ρωτάει ο Σπύρος.
- «Παιδιόθεν» του λέω.





Μιχάλης Γκανάς, Γυναικών
Μελάνι, 2010

Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2012

Η Παρουσία

στον Χρήστο Μπράβο
                                                                                          το ποίημα
                                                                                          κάθεσαι και το ξενυχτάς
                                                                                          σαν τον νεκρό
Στις δώδεκα και μισή
τη νύχτα
την ίδια ώρα και συγχρόνως
φάνηκε στον μεγάλο καθρέφτη και στο παράθυρό μου
ο Ντύλαν Τόμας μ' ένα αναμμένο κόκκινο κερί στο στόμα

νεκρός βέβαια
κι άγιος
και τρελός
όπως τόχω ξαναπεί


-    Έλα αδερφέ, μου λέει, μαζί μου
σάπισες εδώ πέρα
έλα στα βορινά φαράγγια της πατρίδας μου
εδώ ζεις σ' ένα σάπιο τόπο που σε κοροϊδεύουν
εκεί χαιρετάνε τους τρελούς και οι παπάδες
κι η πάπια δε γενάει πια πάγο
γενάει κόκκινο αυγό


Αυτά τα λίγα μου είπε ο μεγάλος ποιητής
όχι πια στον καθρέφτη και στο παράθυρό μου
αλλά μέσα από τα ψηλά χορτάρια του θανάτου του
μισός από τη μέση κι απάνω στο φως, έξω από το χορτάρι
μισός από τη μέση και κάτω στο σκοτάδι
κάτω από το φως.

15 Αυγούστου '81
της Παναγίας
Μίλτος Σαχτούρης
H παρουσία

Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2012

Δίκοπη Ζωή

Απ' το κακό και τ' άδικο διωγμένο
κι όπως ενήστευες τη δίκοπη ζωή,
σε βρήκα ξαφνικά σημαδεμένο
να σ' έχει ο κάτω κόσμος ξεγραμμένο
κι ο πάνω κόσμος να 'ναι οι τροχοί
που σ' έχουν στα στενά κυνηγημένο...


Και πήρες του καιρού τ' αλφαβητάρι
και της αγάπης λόγια φυλαχτό,
για να βρει πάλι ρίζα το χορτάρι
και πήρες την ελπίδα και τη χάρη,
ψηλά να πας να χτίσεις κιβωτό
με την ελπίδα μόνο και τη χάρη...


Μα πως να μην ξεχάσεις την αυλή σου
και την παλιά τη γνώμη καθενός,
όσους κρυφά περπάτησαν μαζί σου
να σημαδεύουν πάλι τη ζωή σου
και να σαι το πουλί κι ο κυνηγός
στις μαύρες λαγκαδιές του παραδείσου...


Κρυφά και φανερά σ' ακολουθούνε
οι συμμορίες κι οι βασανιστές
και ψάχνουν μέρα - νύχτα να σε βρούνε,
μα δεν υπάρχει δρόμος να διαβούνε
γιατί ποτέ δεν ήταν ποιητές,
το χώμα που πατούν να προσκυνούνε...




Μάνος Ελευθερίου

Από το "Σταυρό του Νότου", 30.12.2011
Παντελής Θαλασσινός