Τρίτη 31 Μαΐου 2011

Και ιδού ίππος πυρρός


Κεφαλή αλόγου σκύβει να πιει νερό.
Ίσα που πρόλαβε να δει, εκτός απ’ τη μορφή του, μιαν αλογόμυγα επάνω στα καπούλια, πριν σπάσει ο καθρέφτης της πηγής.
Ρουθούνια ανοιγμένα γεμάτες γουλιές ήρεμη ανάσα και μόνο
τα μάτια του τρομαγμένα, με το τρέμισμα μιας σκιάς στον αέρα.

Ξανά.

Αναπεπταμένο πεδίο. Γύρω βουνά. Ένα άλογο πίνει νερό. Η καμπύλη του αυχένα του τόξο καλά τανυσμένο. Αεράκι στη χαίτη, όταν μαύρο πουλί περνάει ψηλά. Η σκιά του βιτσιά στα καπούλια.

Ξανά.

Χαμηλή πτήση με ελικόπτερο πάνω από τη Δρακολίμνη της Τύμφης. Καταπράσινο οροπέδιο ανάμεσα σε χιονισμένα βουνά.
Στη όχθη της λίμνης ένα άλογο πυρρό ξεδιψάει. Αλαφιάζεται. Τρέχει. Τρέχουν μαζί του και τ’ άλλα λευκά, φαιά, πυρρά, σίβα, μαύρα, 150 άλογα κάτω από ένα καπώ, στο δρόμο Ιωαννίνων-Κοζάνης.

Μιχάλης Γκανάς 


Παρασκευή 27 Μαΐου 2011

Drydock

Ο κ.Ρήγας Καππάτος εξιστορεί μία από τις συναντήσεις του με τον Νίκο Καββαδία
Απόσπασμα από εδώ


Πήγαμε στο δωμάτιό του κι έβγαλε από μια ντουλάπα κάτι σαν τσάντα ή βαλιτσάκι, το έβαλε πάνω στο κρεβάτι και το άνοιξε. Είχε μέσα ένα σωρό ενθύμια και κυρίως φωτογραφίες καλλιτεχνικές, δικές του. 

“Πάρε ό,τι θέλεις”, μου λέει. 

Πήρα δύο φωτογραφίες που μου υπόγραψε αμέσως με πολύ θερμές, αδελφικές αφιερώσεις. Ενώ κοίταζα τα διάφορα αντικείμενα, το μάτι μου έπεσε σε μια μεγάλη κόλλα χαρτί που είχε ζωγραφισμένο ένα γυναικείο εφηβαίο.

- Εσύ το ζωγράφισες αυτό; του λέω.


- Όχι, μου απαντάει, ο Τσαρούχης.


- Από πότε άρχισε να ενδιαφέρεται για τέτοια πράματα ο Τσαρούχης, του λέω εγώ.


- Τον ταξιδεύαμε με το καράβι και με ρώτησε τί ήθελα να μου σκιτσάρει για να τον θυμάμαι. Επειδή αυτό που του ζήτησα μου είπε πως δεν το είχε δει ποτέ του, έδωσα δέκα δολλάρια σε μια Αμερικανιδούλα επιβάτισσα και ποζάρησε! 


Έτσι μου είπε χαμογελώντας ζαβολιάρικα.



  










Πέμπτη 19 Μαΐου 2011

Περί αγώνος...

H αντίσταση είναι έργο του Ελληνικού λαού και της φιλοπατρίας του.  Το αν στεκόμαστε σε ορισμένα ονόματα είναι γιατί η μοίρα και η ιστορία τα διάλεξε να υποστούν και τη μαρτυρική θυσία.  Δεν ειπώθηκε μια λέξη γι'αυτόν το λαό, που μοιράστηκε απ'τη μπουκιά το φαΐ, από το στόμα το δικό του, να ταΐσει ένα στρατό ολόκληρο.  Δέχτηκε, του κάψαν το σπίτι, του σκότωσαν τα ζώα, χάσαν τους ανθρώπους, και όμως δεν βρέθηκε κανείς να πεί μια κουβέντα...




Κείμενο & φωτογραφία: Κώστας Μπαλάφας

Τρίτη 17 Μαΐου 2011

H αόρατη πόλη

Τί είναι όμως σήμερα η πόλη για μας;  Η κρίση της μεγάλης πόλης είναι η άλλη όψη της κρίσης της φύσης (...)

Οι πόλεις είναι τόποι ανταλλαγών, όπως εξηγούν όλα τα βιβλία της οικονομίας, αλλά οι ανταλλαγές αυτές δεν είναι μονάχα ανταλλαγές εμπορευμάτων, είναι και ανταλλαγές λέξεων, πόθων, αναμνήσεων.


Να προσπαθήσουμε και να μάθουμε να αναγνωρίζουμε ποιός και τί, μέσα στην κόλαση, δεν είναι κόλαση, και να του δώσουμε διάρκεια, να του δώσουμε χώρο.


Από τις "Αόρατες Πόλεις", Ίταλο Καλβίνο, 1972

Δευτέρα 16 Μαΐου 2011

"Nothing of interest to bring men ashore..."

Σού 'χει τύχει να φτάσεις στο μώλο και το καράβι σου νά 'χει φύγει για δέκα χιλιάδες μίλια ταξίδι, νά 'χει νυχτώσει, να πέφτει ομίχλη στο ποτάμι, νά 'σαι τρείς ώρες μακριά από το προξενείο σου;  Στην τσέπη ούτε μια πένα, το πακέτο αδειανό.  Είναι το πιο βαρύ θαλασσινό κρίμα.  Για χρόνια σε δείχνουνε με το δάχτυλο...

"Εκειός πού'χασε τότε το καράβι στην..."




Παραμονή Χριστούγεννα... Όσο μεθυσμένος νά 'σαι, ξεζαλίζεσαι στο μομέντο.  Κάθεσαι πάνω σε μια σιδερένια δέστρα και σκέφτεσαι.  Οι εργάτες σχολάνε και προσπερνούν αδιάφορα.  Βάνεις αυτί, μήπως ακούσεις τη γλώσσα του τόπου σου.  Βγαίνεις από τους ντόκους και τριγυρνάς στην εργατική συνοικία.  Βλέπεις τα φωτισμένα θαμπά τζάμια, τα δαντελένια κουρτινάκια.  Ανοίγει μια πόρτα και σε χτυπά η μυρουδιά του σπιτιού, της κουζίνας.  Η μάνα σου τούτη την ώρα βγάνει τους κουραμπιέδες και σε θυμάται.  Έχει κλάψει από νωρίς, μα το κρύβει.  Έχει δεί όνειρο κακό.  Καράβι κάτου απ' τα δέντρα.  "Πότε θα του ξαναπλύνω τα ρούχα..."  Τα λερωμένα, τ' άπλυτα, τα θαλασσοβρεγμένα...




Κάπου παίζει ένα πιάνο.  Ψάχνεις για τρίτη φορά τις τσέπες σου.  Στα πόδια σου γυαλίζει ένα σελίνι.  Σκύβεις.  Γελάστηκες.  Βρέχει.  Βρίσκεις ένα καταφύγιο του πρώτου πολέμου και μπαίνεις.  Βρωμάει, όμως είναι ζεστά.  Σκοντάφτεις πάνω σ' ανθρώπους που βλαστημάνε.  Αποκοιμιέσαι καθιστός χάμω.  Σηκώνεσαι μόλις φέξει.  Ένας που στρίβει τσιγάρο, σε κοιτάζει και βρίζει.  Βγαίνεις και χτυπάς τα πόδια σου.  Βρίσκεις μια γόπα βρεμένη... Πενήντα μέτρα πιο πέρα κυματίζει μια σημαία άσπρη και γαλάζια.


Νίκος Καββαδίας, Βάρδια, 1954


Τετάρτη 11 Μαΐου 2011

Το Σύνταγμα της Hδονής

Mη ομιλείτε περί ενοχής, μη ομιλείτε περί ευθύνης. Όταν περνά το Σύνταγμα της Hδονής με μουσικήν και σημαίας· όταν ριγούν και τρέμουν αι αισθήσεις, άφρων και ασεβής είναι όστις μένει μακράν, όστις δεν ορμά εις την καλήν εκστρατείαν, την βαίνουσαν επί την κατάκτησιν των απολαύσεων και των παθών.

Όλοι οι νόμοι της ηθικής - κακώς νοημένοι, κακώς εφαρμοζόμενοι - είναι μηδέν και δεν ημπορούν να σταθούν ουδέ στιγμήν, όταν περνά το Σύνταγμα της Hδονής με μουσικήν και σημαίας.

Mη αφήσης καμίαν σκιεράν αρετήν να σε βαστάξη. Mη πιστεύης ότι καμία υποχρέωσις σε δένει. Tο χρέος σου είναι να ενδίδης, να ενδίδης πάντοτε εις τας Eπιθυμίας, που είναι τα τελειότατα πλάσματα των τελείων θεών. Tο χρέος σου είναι να καταταχθής πιστός στρατιώτης, με απλότητα καρδίας, όταν περνά το Σύνταγμα της Hδονής με μουσικήν και σημαίας.

Mη κλείεσαι εν τω οίκω σου και πλανάσαι με θεωρίας δικαιοσύνης, με τας περί αμοιβής προλήψεις της κακώς καμωμένης κοινωνίας. Mη λέγης, Tόσον αξίζει ο κόπος μου και τόσον οφείλω να απολαύσω. Όπως η ζωή είναι κληρονομία και δεν έκαμες τίποτε δια να την κερδίσης ως αμοιβήν, ούτω κληρονομία πρέπει να είναι και η Hδονή. Mη κλείεσαι εν τω οίκω σου· αλλά κράτει τα παράθυρα ανοικτά, ολοάνοικτα, δια να ακούσης τους πρώτους ήχους της διαβάσεως των στρατιωτών, όταν φθάνη το Σύνταγμα της Hδονής με μουσικήν και σημαίας.

Mη απατηθής από τους βλασφήμους όσοι σε λέγουν ότι η υπηρεσία είναι επικίνδυνος και επίπονος. H υπηρεσία της ηδονής είναι χαρά διαρκής. Σε εξαντλεί, αλλά σε εξαντλεί με θεσπεσίας μέθας. Kαι επί τέλους όταν πέσης εις τον δρόμον, και τότε είναι η τύχη σου ζηλευτή. Όταν περάση η κηδεία σου, αι Mορφαί τας οποίας έπλασαν αι επιθυμίαι σου θα ρίψουν λείρια και ρόδα λευκά επί του φερέτρου σου, θα σε σηκώσουν εις τους ώμους των έφηβοι Θεοί του Oλύμπου, και θα σε θάψουν εις το Kοιμητήριον του Iδεώδους όπου ασπρίζουν τα μαυσωλεία της ποιήσεως.



Κ.Π. Καβάφης, από τα "Kρυμμένα Ποιήματα", Ίκαρος 1993

Πέμπτη 5 Μαΐου 2011

Easter spirit

"Χάραζε ο τόπος με βουνά πολλά
κι ανάτελλε τα ζωντανά του,
καλούς ανθρώπους και κακούς, νυφίτσες,
αλεπούδες, μια λίμνη ως κόρην
οφθαλμού και κάστρα πατημένα.

Θα 'ναι τα Γιάννενα, ψιθύρισα,
στο χιόνι και στον άγριο καιρό
γυάλινα και μαλαματένια.

Κι όσο πήγαινε η μέρα,
σαν το βαπόρι σε καλά νερά,
είδα και μιναρέδες κι άκουσα
τα μπακίρια να βελάζουν."



"Είχαμε πάρει το μονοπάτι για το σπίτι
θάλασσα ολούθε μπαμπακιά ο Απρίλης
κι όσο χωνόμαστε μες στα πλατάνια
τόσο σωπαίναν δε φυσούσε
μόνο που με κοιτάζαν από μέσα μου
νωπά τα μάτια της απ’ τα κεριά
και σφύριζα θυμάμαι το Χριστός Ανέστη."
 



"Ο ουρανός που λίγο πριν αστροφορούσε
σ’ άσπρο σεντόνι γύριζε και σε βρεγμένο.

Δυο βήματα απ’ τη βρύση ο αδερφός της,
έσταζε το βρακί και το παγούρι του"






  "-Χριστός Ανέστη, πώς περνάς, τι να περνούσε
κόντευε χρόνο πεθαμένος.
Γύρισε να μας δει κι έφεξε ο τόπος
σαν κάποιος να μας φωτογράφιζε τη νύχτα."









* Μιχάλης Γκανάς, αποσπάσματα από "Γυάλλινα Γιάννενα" & "Μαύρα Λιθάρια"