Δευτέρα 16 Μαΐου 2011

"Nothing of interest to bring men ashore..."

Σού 'χει τύχει να φτάσεις στο μώλο και το καράβι σου νά 'χει φύγει για δέκα χιλιάδες μίλια ταξίδι, νά 'χει νυχτώσει, να πέφτει ομίχλη στο ποτάμι, νά 'σαι τρείς ώρες μακριά από το προξενείο σου;  Στην τσέπη ούτε μια πένα, το πακέτο αδειανό.  Είναι το πιο βαρύ θαλασσινό κρίμα.  Για χρόνια σε δείχνουνε με το δάχτυλο...

"Εκειός πού'χασε τότε το καράβι στην..."




Παραμονή Χριστούγεννα... Όσο μεθυσμένος νά 'σαι, ξεζαλίζεσαι στο μομέντο.  Κάθεσαι πάνω σε μια σιδερένια δέστρα και σκέφτεσαι.  Οι εργάτες σχολάνε και προσπερνούν αδιάφορα.  Βάνεις αυτί, μήπως ακούσεις τη γλώσσα του τόπου σου.  Βγαίνεις από τους ντόκους και τριγυρνάς στην εργατική συνοικία.  Βλέπεις τα φωτισμένα θαμπά τζάμια, τα δαντελένια κουρτινάκια.  Ανοίγει μια πόρτα και σε χτυπά η μυρουδιά του σπιτιού, της κουζίνας.  Η μάνα σου τούτη την ώρα βγάνει τους κουραμπιέδες και σε θυμάται.  Έχει κλάψει από νωρίς, μα το κρύβει.  Έχει δεί όνειρο κακό.  Καράβι κάτου απ' τα δέντρα.  "Πότε θα του ξαναπλύνω τα ρούχα..."  Τα λερωμένα, τ' άπλυτα, τα θαλασσοβρεγμένα...




Κάπου παίζει ένα πιάνο.  Ψάχνεις για τρίτη φορά τις τσέπες σου.  Στα πόδια σου γυαλίζει ένα σελίνι.  Σκύβεις.  Γελάστηκες.  Βρέχει.  Βρίσκεις ένα καταφύγιο του πρώτου πολέμου και μπαίνεις.  Βρωμάει, όμως είναι ζεστά.  Σκοντάφτεις πάνω σ' ανθρώπους που βλαστημάνε.  Αποκοιμιέσαι καθιστός χάμω.  Σηκώνεσαι μόλις φέξει.  Ένας που στρίβει τσιγάρο, σε κοιτάζει και βρίζει.  Βγαίνεις και χτυπάς τα πόδια σου.  Βρίσκεις μια γόπα βρεμένη... Πενήντα μέτρα πιο πέρα κυματίζει μια σημαία άσπρη και γαλάζια.


Νίκος Καββαδίας, Βάρδια, 1954


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου