Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2012

Η Παναγιά της Νίκης



Κατά τη διάρκεια του πολέμου με τους Ιταλούς ο Γιάννης Τσαρούχης - ο οποίος υπηρετούσε ως στρατιώτης - ζωγράφισε στο καπάκι ενός κιβωτίου ρέγκας την "Παναγία της Νίκης":

Ο διοικητής εζήτησε να δει την εικόνα. Ήταν μακριά η σκηνή και έστειλε έναν μοτοσυκλετιστή εξαιρετικά ωραίο και πολύ μάγκα, για να με κουβαλήσει εκεί που έμενε. Επήρα την εικόνα μαζί μου και καβάλησα τα καπούλια της μοτοσυκλέτας.



Καθώς πηγαίναμε προς τον διοικητή, έφραξαν σχεδόν τον δρόμο Έλληνες στρατιώτες από την Άρτα, που είχαν στρατοπεδεύσει εκεί κι είχαν πληροφορηθεί για την ύπαρξη της εικόνας. Ήδη το ταπεινό μου έργο, που δεν είχε στεγνώσει ακόμα, είχε αποκτήσει την φήμη θαυματουργής εικόνας και οι στρατιώτες οι Αρτινοί, σε έξαλλη θρησκευτική έκσταση, απαιτούσαν η θαυματουργή εικόνα να μείνει ένα βράδυ τουλάχιστον στην κατασκήνωσή τους. Άκουγες φωνές, από παντού. Όλοι οι στρατιώτες φωνάζανε: “Η Παρθένα, η Παρθένα. Να την αφήσετε μια βραδιά”.



Εκείνη την ώρα βάρεσε συναγερμός, δηλαδή ένας στρατιώτης με μια σάλπιγγα τυλιγμένη με ιμάντες από γκέτες από χακί ύφασμα εσάλπισε. Εγώ και ο μοτοσυκλετιστής πέσαμε μπρούμυτα σύμφωνα με τις διαταγές που είχαμε. Κανένας Αρτινός δεν έκανε το ίδιο.

Βρε συνάδελφε...”, μου είπε ένας, “...βαστάς την Παρθένα και φοβάσαι;


Γιάννης Τσαρούχης, "Μάτην ωνείδισαν την ψυχήν μου"
Εκδόσεις Καστανιώτη, 1992
( το απόσπασμα από εδώ )


Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2012

Bleibtreu cafe


Μ' αρέσανε τα μπαρ στο Βερολίνο
μετά τις τρεις
όταν μεθούσαν οι ξανθές σιγά - σιγά.
Μοναχικές πριγκίπισσες,
του τίποτα ερωμένες
στων νικημένων το νησί
γλεντώντας σιωπηλά,
στων νικημένων τη γιορτή
γλεντώντας κάθε βράδυ σιωπηλά.


Erika, Maria, Monika, Sabine
θα δούμε άραγε ξανά μαζί ποτέ
το χιόνι του Δεκέμβρη
απόγευμα να πέφτει
έξω απ' τη τζαμαρία
του Bleibtreu cafe...



"Berlin, ach du Berlin"

Το παγωμένο γέλιο του
ακούω και φοβάμαι,
το γέλιο του πολέμου
ακούω ξανά από παντού.
Αχ! πόσο εύκολα ξεχνάμε
το έγκλημα φυσάει ξανά από παντού

"Berlin, ach du Berlin"
Sie heißt Lilli Marlen !





Χ. & Π. Κατσιμίχας




Τα λόγια τα μεγάλα που'χω πει


Στα λόγια τα μεγάλα που 'χω πει
γυρίζει μερικές φορές ο νους μου
εκεί που κάθομαι στο μπαρ
και ούτε ξέρω τι έχω πιει
και λέω μαλακίες στους διπλανούς μου

Τα λόγια τα μεγάλα που 'χω πει
που σα βατράχια από το στόμα μου πηδούσαν
λόγω τιμής, δεν το 'χα φανταστεί
πως κάποια μέρα θα με τιμωρούσαν

Τα λόγια τα μεγάλα που 'χω πει
κάθοντ' εκεί πολλές φορές και με χαζεύουν
και ύστερα μου δίνουνε σαπούνι και σχοινί
και ύστερα σηκώνονται και φεύγουν...

 


Χ. & Π. Κατσιμίχας


Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2012

Το δωμάτιο


Μες στο κλειστό δωμάτιο μπορείς να βρεις
ό,τι δεν τόλμησες ποτέ να ονειρευτείς
κι ό,τι μέσα σου βαθιά αγάπησες
κι όμως ποτέ δεν είδες να βγαίνει αληθινό

Όλα είναι εκεί, εκεί υπάρχουν όλα
μες στο κλειστό δωμάτιο, όλα και τίποτα
αγάλματα θεών λησμονημένων και της Ελένης το πουκάμισο
όλα είναι εκεί κι άλλα πολλά, που κάποτε φαντάστηκες

Ο φόβος του Χριστού στον κήπο της Γεθσημανή
τα βήματα της θλίψης του, της αίγλης του το φως
το αίμα των θυσιασμένων και οι χαμένοι στόχοι τους
το ψύχος το δριμύ των χωρισμών

Το διαμαντένιο αηδόνι του βασιλιά της Κίνας
σινιάλα από φάρους που σβηστήκαν
και μαγικά τοτέμ από άγνωστες φυλές
κι εφηβικά κορμιά και καλοκαίρια γαλανά
θάνατοι και φωτιές κι αόρατη ομορφιά

Μες στο κλειστό δωμάτιο υπάρχουν όλα
αν έχεις μάτια να τα δεις, αν έχεις χέρια να τ' αγγίξεις
μπορείς να βρεις κλειδί να ξεκλειδώσεις τη σιωπή τους
αρκεί να πας, ολάνοιχτος, γυρεύοντάς τα




Λένα Παπά


Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2012

Εχεμύθεια

Με την ριπή του ανέμου στα μαλλιά
της γυναικός που στροβιλίζεται μεσ' το σαλόνι
και παίρνει τη ζωή όπως της έρχεται

Και με στολίδια και παιδιά
που τη λατρεύουν κι όλο λέγουν τ' όνομά της

Και με τους άντρες που σηκώνουν
όρθιο το χέρι τους στον ουρανό
μεσ' την εξαίσια λειτουργία των παλμών τους
στον στρόβιλο του βαλς που πλησιάζει
τα στήθη τους στα στήθη της γυναίκας




Ανδρέας Εμπειρίκος


Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2012

Προσωπικές Οπτασίες



Ζούμε τις μικρές μας ιστορίες
στο κέντρο και τις συνοικίες
όνειρα μεθυσμένα σχέδια ματαιωμένα
τηλέφωνα απεγνωσμένα



Σκέφτομαι πάλι ίσως δεν ήσουνα εσύ
ό,τι ονειρεύτηκα
όμως θυμάμαι μια νύχτα είδα τα μάτια της λύπης
να μου χαμογελάνε



Ίσως δεν ήμουνα κι εγώ ό,τι ονειρεύτηκες
έτσι κι αλλιώς όλα είναι προσωπικές οπτασίες
Το νιώθω πως σε χάνω...
γλυκιά μου αγάπη καληνύχτα






Χάρης & Πάνος Κατσιμίχας








Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2012

Το πρόσωπο του τέρατος


Όποιος δεν φοβάται το πρόσωπο του τέρατος, πάει να πει ότι του μοιάζει.  Και ή πιθανή προέκταση του αξιώματος είναι, να συνηθίσουμε τη φρίκη, να μας τρομάζει ή ομορφιά.

Ο Φρανκεστάϊν έγινε πόστερ καί στολίζει το δωμάτιο ενός όμορφου αγοριού.  Το αγόρι ονομάζεται Πινοσέτ ή Βιντέλλα, κι ολομόναχο χορεύει με πάθος ένα ταγκό ελλειπτικό.  Δεν υπάρχει Μουσική, ούτε τραγουδιστής από κοντά. Μονάχα ένας ρυθμός ατέλειωτος και αριθμοί.  Χίλιοι, πεντακόσιοι, πέντε χιλιάδες, δέκα, εκατό χιλιάδες, αριθμοί όχι εντελώς αποσαφηνισμένοι των εξαφανισθέντων, βασανισθέντων και νεκρών.  Και το ταγκό να συνεχίζεται, το δε ποδόσφαιρο στις φάσεις του, να κόβει την αναπνοή εκατομμυρίων θεατών επί της Γης. Εκατομμύρια περισσότεροι απ’ όσους εννοούνε ν’ αντιδράσουνε στο τέρας, και εξαφανίζονται μες σε χαντάκια, σε ρεματιές ή στις αγροτικές ερημιές.

Από την ώρα πού ο Φρανκεστάϊν γίνεται στόλισμα νεανικού δωματίου, ο κόσμος προχωράει μαθηματικά στην εκμηδένισή του.  Γιατί δεν είναι πού σταμάτησε να φοβάται, αλλά γιατί συνήθισε να φοβάται.


Κι εγώ με τη σειρά μου δεν φοβάμαι τίποτα περισσότερο, απ’ το μυαλό της κότας. Απ’ το να υποχρεωθώ να συνομιλήσω με μια κότα ή μ’ ένα σκύλο, ή τέλος πάντων, μ’ ένα ζώο δυνατό πού βρυχάται. Τί να τους πω και πώς να τους το πω; Και μήπως δεν είναι εξευτελισμός, αν επιχειρήσω να μεταφράσω ή να καλύψω τις σκέψεις μου, κάτω από φράσεις απλοϊκές και ηλίθια νοήματα, για να καθησυχάσω τυχόν τη φιλυποψία μιας κότας, πού όμως έχει άνωθεν τοποθετηθεί για να μας ελέγχει και να μας καθοδηγεί;

Η υποταγή ή ο εθισμός σε μια τέτοια συνύπαρξη, ή συνδιαλλαγή, δεν προκαλεί τον κίνδυνο της αφομοίωσης ή της λήθης, του πώς πρέπει, του πώς οφείλουμε να σκεφτόμαστε, να πράττουμε και να μιλάμε;

Αναμφισβήτητα αρχίσαμε να το ανεχόμαστε.  Και η ανοχή, πολλαπλασιάζει τα ζώα στη δημόσια ζωή, τα ισχυροποιεί και τα βοηθά να συνθέσουν με ακρίβεια τη μορφή του τέρατος, πού προΐσταται, ελέγχει και μας κυβερνά.

Το τέρας σχηματίζεται από τα ζώα κι απ’ τους εχθρούς.  Κι ό εχθρός γεννιέται, δεν γίνεται.  Μας παρακολουθεί απ’ το σχολείο, σαν ήμασταν παιδιά, κι επιζητεί τον εξαφανισμό μας.




Θα σας θυμίσω μια συνομιλία τότε, μέσα στη τάξη του σχολείου.  Με πλησιάζει ένας ψηλός συμμαθητής, μ’ ένα δυσάρεστο έκζεμα στο δέρμα του προσώπου του, στραβή τη μύτη και ξεθωριασμένα τα μαλλιά του, ακατάστατα.

 Ήταν ή πρώτη μέρα της σχολικής χρονιάς.

- Πως λέγεσαι, ρωτάει, ενώ πλάι του είχαν σταθεί αμίλητοι δυο άλλοι, δικοί του φίλοι.
- Βασίλης, του απαντώ.
- Και που μένεις, εκείνος εξακολουθεί.
- Πάνω στο λόφο, του λέω και τον κοιτώ στα μάτια.

Εκείνος χαμογέλασε κι άφησε να φάνουν τα χαλασμένα δόντια του. Μου λέει:

- Εγώ μένω στην απέναντι όχθη.  Είσαι λοιπόν εχθρός.

Και μου δίνει μια στο κεφάλι με το χέρι του, πού με πονάει ακόμα τώρα σαν το θυμηθώ.  Τον κοιτάζω έτοιμος να κλάψω.  Μα συγκρατιέμαι.  Αυτός σκάει στα γέλια και χάνεται.  Προς το παρόν.  Γιατί θα τον ξαναδώ: Εισπράκτορα, εκπαιδευτή στο στρατό, τηλεγραφητή, κλητήρα στο υπουργείο, αστυνόμο, μουσικό στην ορχήστρα, παπά στην ενορία, συγκάτοικο στην πολυκατοικία, γιατρό σε κρατικό νοσοκομείο και τέλος νεκροθάφτη, όταν πετύχει να με θάψει.

 

Η μορφή του τέρατος είναι πολύχρωμη.  Χιλιάδες φωτεινές επιγραφές με άθλια ονόματα καλλιτεχνών, συλλόγων και εταιριών αυτοκινήτων, στοιβάζονται στην οπτική περιοχή των περαστικών, πού επιζητούν να σπάσουν τα πολύχρωμα λαμπιόνια για να’ μπουν μέσα να προφυλλαχτούν από τις πόρνες, τα νοσοκομειακά αυτοκίνητα και τις για πάντα ασύλληπτες υπερηχητικές μοτοσυκλέτες. Προχτές, έτσι για κέφι, αναποδογύρισα μια λεωφόρο ασφαλτοστρωμένη, και την είδα πάνω μου, να ξετυλίγεται επικίνδυνα προς την απόλυτη ερημιά της θάλασσας.  Ζήτησα να επανέλθω στη ορθία μου στάση, επί της λεωφόρου, αλλά είχε ξημερώσει στο μεταξύ και η εφαρμογή του Οδικού μας Κώδικα δεν μου επέτρεπε την επαναφορά της λεωφόρου στην αρχική της θέση.  Έτσι, η μεν λεωφόρος παρέμεινε μετέωρος, κι εγώ, επέστρεψα στο σπίτι μου πεζή.

Το τέρας είχε αρχίσει να κυκλοφορεί.  Οι οδοκαθαριστές άρχιζαν την παράσταση τους με Σαίξπηρ, Σίλλερ και Αισχύλο, μια και ανήκουν δικαιωματικά στο υπουργείο Πολιτισμού. Χορός από τραβεστί, ψάλλει τα χορικά του Θεοδωράκη και αποσύρεται εις τάς μικράς οδούς, χορεύοντας συρτάκι.  Τουρίστες Γάλλοι, Άγγλοι κι Ελβετοί παρακολουθούν κι ανατριχιάζουν μπρος σ’ αυτό το παραδοσιακό μας μεγαλείο.  Και τρέχουνε στις Τράπεζες ν’ αλλάξουνε συνάλλαγμα.  Το τέρας γίνεται γελοίο και κυκλοφορεί ανενόχλητο από Ωδείο σε Ωδείο.  Η κλασική μας Μουσική γίνεται Μαγειρείο.  Κι όλος ό κόσμος απαιτεί επιδόματα ειδικά από το Δημόσιο Ταμείο.

Το ερώτημα περνάει απ’ τις ηλεκτρικές εφημερίδες της κεντρικής πλατείας.  Πώς θ’ αντιδράσουμε και πώς δε θα συμβιβαστούμε με το τέρας;



Θυμάστε τί έγινε στην «Ερωφίλη», από την προηγούμενη φορά.  Ο κόσμος της είχε για βασικές αξίες, το ήθος, την αλήθεια και την ομορφιά.  Κι έτσι, όταν παρουσιαζότανε ή μορφή ενός τέρατος, αναστάτωνε το κοινό αίσθημα, εκ βαθέων, και προκαλούσε απρόσμενη, άμεση και καθοριστική αντίδραση.  Μόλις ο Βασιλιάς έβγαλε τον μανδύα του μεγαλείου του και το προσωπείο του αγαθού αρχηγού πατέρα, κι εφάνη στο πρόσωπό του η μορφή του τέρατος, με τον διαμελισμό του Πανάρετου, ο Χορός, από γυναίκες, ορμά πάνω του, τον ποδοπατά, τον θανατώνει και τον εξαφανίζει.

Αυτό σημαίνει πώς ο χορός των γυναικών αυτών, και δεν φοβήθηκε, αλλά και πως δεν θα μπορούσε ποτέ να μοιάσει με το πρόσωπο του τέρατος.
 

Κυριακή, 30 Ιουλίου 1978
Μάνος Χατζιδάκις

«Τα σχόλια του τρίτου»
Εξάντας, σελ. 57-60