Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2011

Магазин

"Το μόνο που κάνουμε είναι να φιλοσοφούμε, να παραπονιόμαστε πως η ζωή είναι πληκτική, ή να πίνουμε βότκα.  Κι όμως, είναι ολοφάνερο πως για ν' αρχίσουμε να ζούμε σήμερα, πρέπει να εξιλεωθούμε από το παρελθόν μας, να το ξεπεράσουμε και μπορούμε να εξιλεωθούμε μονάχα αν κοπιάσουμε.  Το καταλαβαίνετε, Άνια..."



Από τον "Βυσσινόκηπο" του Α.Τσέχωφ.
Η φωτογραφία τραβηγμένη λίγα μόλις χιλιόμετρα από το σπίτι του στη Γιάλτα.

Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2011

Αντίο δάσκαλε...

Μας δίδαξε να «φωτογραφίζουμε αυτό που μας συγκινεί, να αγαπάμε αυτό που φωτογραφίζουμε, να το σεβόμαστε, να το πλησιάζουμε σε απόσταση αναπνοής, γιατί τότε ανακαλύπτουμε την αλήθεια του και την ομορφιά του».

Αυτό που κάνει μια φωτογραφία σπουδαία, είχε πει, είναι το να φωτογραφίζεις αυτά που δεν φαίνονται: «Η φωτογραφία είναι μια δύσκολη τέχνη επειδή είναι εύκολη».

Ο Κώστας Μπαλάφας έφυγε χθές, πλήρης ημερών, έχοντας παρουσιάσει σεμνά και ρεαλιστικά μια Ελλάδα που προσπαθούσε να βγεί από τις στάχτες του εμφυλίου. Το έργο του αλλά και η στάση ζωής του, πηγή έμπνευσης για όλους μας...





Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2011

Portrait talk

"I have never painted a self-portrait.  I am less interested in myself as a subject for a painting than I am in other people, above all women... there is nothing special about me.  I am a painter who paints day after day from morning to night.  Who ever wants to know something about me... ought to look carefully at my pictures".

Gustav Klimt, 1862-1918



Λεπτομέρεια από τον πίνακα "Water Serpents ii"
Oil on canvas, 80 x 145 cm, ιδιωτική συλλογή, Βιέννη. 
Photo από ελαιογραφία - αντίγραφο.

Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2011

27 πανσέληνοι στην Ανατολή

"Δεν είχα ταξιδέψει ούτε στην Ευρώπη με δικό μου όχημα, δεν ήμουν έμπειρος μοτοσικλετιστής, δεν ήμουν σε θέση να επισκευάσω τη μοτοσικλέτα μου, όταν θα χαλούσε στη μέση του πουθενά, κι ούτε ήξερα τι έπρεπε να κάνω αν η υγεία μου χειροτέρευε στο δρόμο. Παρόλ'αυτά ήθελα να ταξιδέψω ολομόναχος για δέκα μήνες σε τέσσερις χώρες, για τις οποίες δεν είχα ιδέα".



"Στο τέλος κάθε ταξιδιού αρχίζω να σκέφτομαι το επόμενο.  Θέλω να έχω πάντα κάτι να ονειρεύομαι, κάτι να ποθώ, κάτι να προσμένω στη ζωή μου, ώστε να την κάνει ενδιαφέρουσα και κάτι για να αγωνιστώ.  Έτσι καταφέρνω να επιβιώσω για λίγο ακόμη στη φυλακή - θέλετε να την πείτε Θεσσαλονίκη, Ελλάδα, Δυτική κοινωνία... - μέχρι που συγκεντρώνω τ'απαραίτητα εφόδια, βγαίνω και πάλι στο δρόμο και νιώθω ότι ζώ".


Από τον πρόλογο του βιβλίου του Ηλία Βροχίδη "27 πανσέληνοι στην Ανατολή"

Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2011

Βάρδια έκτη

Portrait of a Man
A la Comtesse Ariane de Jacquelin Dulphé


Δε βλέπεις παραπέρα από ένα μέτρο, από μισό, λιγότερο, τίποτα, περισσότερο κι από τίποτα. Το’ χει από νωρίς κατεβάσει. Το πούσι έχει τη δική του μυρωδιά, όπως η καταιγίδα, ο τυφώνας, η τρικυμία του κάθε καιρού. Πώς μυρίζει! Γιομίζει τα ρουθούνια μου μα δεν μπορώ να σου πω… Ιουδήθ! Είσαι δέκα χιλιάδες μίλια μακριά απ’ το Gomel και πέντε από μένα. Ανασαίνεις τον ιδρώτα του Τάσμαν.

Είμαι σίγουρος πως έχεις λησμονήσει κείνη τη νύχτα, πάνω στο κατάστρωμα του “Cyrenia”, δίπλα στο φανάρι του Μινικόι. Φορούσες τη νύχτα. Το πορφυρό φόρεμα σου σερνόταν κουρέλι στα πόδια σου, τα λιανά σου πόδια με τα πέδιλα των Φοινίκων. Το κλώτσησες και χάθηκε στο πράσινο κρουζέτο, πίσω από τη βάρκα. Σαλεύει μονάχα του ματιού σου το πράσινο.




- Φόρεσε το ρούχο σου. Σκεπάσου. Παρακαλώ σε φόρεσέ το.
- Το παίρνει ο μουσώνας. Δε βλέπεις;
- Είσαι σα γυμνή λεπίδα κινέζικη.
- Θέλω τη θήκη μου.

Ιουδήθ!… Όλα τα πράγματα έχουνε τη δική τους μυρωδιά. Οι άνθρωποι δεν έχουν. Την κλέβουν από τα πράγματα. Τα κόκκινα μαλλιά σου μυρίζουν σαν το αμπάρι της Πίντα, όταν γύριζε από το πρώτο ταξίδι. Στενοί δρόμοι του Γκέττο…Streets are not safe at night. Avoid all saloons. Chagall: ο Αρχιραβίνος.


- Ατζαμή! Φίλησέ με.
- Μιαν άλλη φορά. Όταν ξανάβρω τη γεύση μου.
- Την έχασες; Πού;
- Στο Barbados…Στην άμμο. Την ξέχασα στα χείλια μιας μαύρης.
- Καλά. Δάγκασέ με μονάχα. Να πονέσω.
- Δεν έχω δόντια. Τ΄άφησα σ’ ένα μάγκος άγουρο, εδώ πέρα, αντίκρυ στο Cochin.
- Χάιδεψε.
- Ιουδήθ… Με τι χέρια… .έχασα την αφή μου πάνω στο ξεβαμμένο μεταξωτό μιας πολυθρόνας, σ’ ένα σπίτι στο Ικίκι…Εκεί ανάμεσα… Μαζί κι ένα ζαφείρι… ένα μεγάλο ζαφείρι.
- Τότε κοίταξέ με στα μάτια. Γιατί τα κρατάς καρφωμένα χάμω; Κοίταξέ με λοιπόν.
- Δεν είναι τα δικά μου. Εκείνα τα φορά ένας γέρος ζητιάνος στο Βόλο. Τ’ αλλάξαμε.
- Κοίταξέ με μέ τα δικά του.
- Ήταν τυφλός. Τον βαστούσε ένα κορίτσι από το χέρι.
- Άσε με να σε βαστάξω κι εγώ από το χέρι.
- Ναι.
- Πάμε. Κρυώνω.
- Στάσου, να σου πω ένα παραμύθι.
- Δε θέλω... Πάμε.
- Κάνει ζέστη μέσα. Ο ανεμιστήρας έχει χαλάσει. Βρωμάει σα φαρμακείο. Είναι κάτι λερωμένα σεντόνια. Μια βρώμικη λεκάνη. Ένας σκορπιός που τρέχει στους τοίχους. Φοβάμαι…
- Το σκορπιό;
- Eσένα.
- Πάμε σου λέω.
- Κάνε πέρα τα χέρια σου. Πες κάτι ακόμα.
- Λοιπόν… Μόνον ο γερο-Γιεχού δεν κοιμόταν. Διάβαζε δίπλα στη λάμπα με το καπνισμένο γυαλί. Διάβαζε το μεγάλο βιβλίο. Η πόρτα λύγισε στις κοντακιές. Ήμουν δώδεκα χρονών. Δεν πρόφτασα να χτενίσω τα μαλλιά μου τα κόκκινα. Ήτανε δώδεκα, με μαύρους σταυρούς στο μπράτσο. Μεθυσμένοι. Τότε… Μπρος στη μάνα μου, μπροστά στο Γιεχού που προσεύχονταν με μάτια κλεισμένα.
- Κι οι δώδεκα;
- Δε θυμάμαι. Δεν έχω ζυγώσει άλλον άντρα. Όμως απόψε… Όχι γιατί μ’ αρέσεις. Είμαι μονάχα περίεργη. Πάμε.
- Αύριο, στο Colombo.
- Τώρα.
- Δος μου το χέρι σου. Θα σκοντάψεις. Έχει σκαλί. Μην ανάβεις το φως… Ξέρεις.. Είμαι άρρωστος.
- Δε με νοιάζει.
- Άκου… Είναι σα να χαλάμε το παιχνίδι για να βρούμε το θαύμα.
- Θέλω να φορέσω το δικό σου πετσί.  Να κλέψω κι εγώ κάτι από σένα.
- Κάνε όπως θέλεις. Ό, τι βρεις κλέψε. Δείξε μού το μονάχα…


Κι έγινε έτσι, όπως τότε, όταν χάιδεψα ένα γυμνό του Pascin μπροστά σε τρεις φύλακες του Μουσείου, χωρίς να με δούνε.


Νίκος Καββαδίας, Βάρδια, 1954
Μέρος 2ο, σελ.91-93

Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2011

Το τραγούδι μου


«Δεν είναι το τραγούδι μου απλοϊκό κι ευχάριστο σαν το τενεκεδένιο σήμα μιας πολιτικής παράταξης ή ενός αθλητικού συλλόγου. Δεν κολακεύει τις συνήθειές σας ούτε και διασκεδάζει την αμηχανία σας, την οικογενειακή σας πλήξη ή την ερωτική σας ανεπάρκεια».




«Δεν είναι το τραγούδι μου μονόφωνη αρτηρία ούτε μια πολυφωνική και λαϊκή υστερία. Είναι μια μυστική πηγή, μια στάση πρέπουσα και ηθική απέναντι στα ψεύδη του καιρού μας, ένα παιχνίδι ευφάνταστο μ' απρόβλεπτους κανόνες, μια μελωδία απρόσμενη που γίνεται δική σας, δεμένη αδιάσπαστα με άφθαρτες λέξεις ποιητικές και ξαναγεννημένες...».

M.X.



Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2011

Στα καμένα


...κι άφησε μόνη στο τραπέζι
την τηλεόραση να παίζει
Να δείχνει έγχρωμο τον πόνο
δίπλα σ' ένα φιλέτο τόνο
Να δείχνει φονικά και φλόγες
τσόντες πολιτικούς και ρώγες
ενώ εμείς θα χουμε φτάσει
στο σταυροδρόμι του εξήντα...





Μιχάλης Γκανάς